Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Ἡ νόθευσις τοῦ ὀρθοδόξου Ἁγιολογίου ναρκοθετεῖ τήν ἐκκλησιαστική ζωή!


Ἡ νόθευσις τοῦ ὀρθοδόξου Ἁγιολογίου
ναρκοθετεῖ τήν ἐκκλησιαστική ζωή!


σ.σ. Γνωρίζω ότι κάποιοι αδελφοί έχουν δυσαρεστηθεί με την κριτική που ασκείται μετά την αγιοκατάταξη του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. Τα στοιχεία όμως που προκύπτουν (τα οποία προσωπικά δεν γνώριζα) μου βάζουν την καλή ανησυχία και ελπίζω κάπως έτσι να εκλάβουν οι αδελφοί το άρθρο που ακολουθεί. Ως απλή πιστή θέλω μόνο να επισημάνω ότι στην Εκκλησία υπάρχει μία τάξη χαραγμένη από τους Θεοφώτιστους Πατέρες. Αδελφοί, αυτή η τάξη πρέπει να τηρείται, αλλιώς εάν κάθε φορά αλλάζουμε ή βγάζουμε κάτι δεν θα μείνει τίποτα στο τέλος. Ένας Ορθόδοξος για παράδειγμα που είχε προγαμιαίες σχέσεις δεν μπορεί να γίνει ιερέας, αλλά μπορεί να γίνει μοναχός. Μπορεί όμως στο τέλος ο μοναχός να αγιάσει και ο ιερέας όχι. Ομοίως και για τους Αγίους της Εκκλησίας υπάρχουνε κριτήρια. Αλλοίμονο εάν ξεφύγουμε από αυτά, οι συνέπειες θα είναι τραγικές.


● Μεῖζον ζήτημα περί τήν ἁγιοκατάταξιν τοῦ Γέροντος 

Σωφρονίου Σαχάρωφ (τοῦ Ἔσσεξ)

● Ἔντονος ὁ προβληματισμός διά τήν προώθησιν καί 

ὑποστήριξιν αὐτῆς ὑπό τοῦ Μητρ/του Ναυπάκτου. 

Παράδοξοι ἀπόψεις αὐτοῦ.

Σέ προηγούμενο ἄρθρο μας, τό ὁποῖο φιλοξένησε ὁ "Ὀρθόδοξος Τύπος" (ἀρ. φύλλ. 2285/6.12.2019) ἀναφερθήκαμε γενικῶς στό ζήτημα τῶν ἀθρόων ἁγιοκατατάξεων ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων, ἔγινε ἐπιγραμματική ἀναφορά στήν περίπτωση τῆς ἁγιοκατατάξεως, κατά τόν παρελθόντα Νοέμβριο (ἐ. ἔ.), τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ (+1993).

Σέ ἀντίθεση μέ τά πρόσωπα τῶν ὑπολοίπων προσφάτως ἁγιοκαταταχθέντων ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, τά ὁποῖα ὑπῆρξαν γνώριμα σέ μεγάλο μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὁ Γέρων Σωφρόνιος δέν ὑπῆρξε εὐρύτερα γνωστός, οὔτε εἶχε ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ πλῆθος ὀρθοδόξων πιστῶν. Ἡ γνωριμία μαζί του γιά τούς περισσοτέρους ἔγινε μέσα ἀπό βιβλία, τά ὁποῖα εἴτε ὁ ἴδιος συνέγραψε, εἴτε ἄλλοι (κυρίως πνευματικά τέκνα του) ἔγραψαν περί αὐτοῦ.

Ἰδιαιτέρως ἀσχολήθηκε μέ τό πρόσωπό του καί τή θεολογία του ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐξέδωσε πολυσέλιδο βιβλίο περί αὐτοῦ, μέ τίτλο "Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῶ", ὅπου μάλιστα προέτεινε καί τήν ἁγιοκατάταξή του. Ἐσχάτως δέ, ὁ ἐν λόγῳ λόγιος καί πολυγραφώτατος Ἐπίσκοπος ἀνήγγειλε τήν ἔκδοση καί νέου σχετικοῦ βιβλίου του (ἐκ 550 σελίδων!).

Ἡ περίπτωση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅσον ἀφορᾶ στήν ὑπόθεση τῶν ἁγιοκατατάξεων, χρήζει ἰδιαιτέρας προσοχῆς διότι πρόκειται περί θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἔχει διατυπώσει θεολογικές θέσεις καί προσεγγίσεις πού πλέον προβάλλονται ὡς θεολογικές θέσεις καί προσεγγίσεις ἑνός Ἁγίου Πατρός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδή ὡς ὀρθόδοξος διδασκαλία. Ἄλλωστε, ὁ Γέρων Σωφρόνιος προβλήθηκε πρωτίστως ὡς μεγάλος ὀρθόδοξος θεολόγος καί ἡσυχαστής καί ἐπ' αὐτοῦ, κυρίως, βασίσθηκε ἡ ἁγιοκατάταξή του. Ἐπ' αὐτῶν, ὅμως, ὑπάρχουν πολλές καί ποικίλες ἐνστάσεις.

Εἶναι ἰδιαιτέρως λυπηρό καί ἀπογοητευτικό τό γεγονός τῆς προωθήσεως καί οἰονεί ἐπιβολῆς, ὡς Ἁγίων, προσώπων περί τήν ζωή, τήν ἐκκλησιαστική παρουσία καί θεολογία τῶν ὁποίων ἔχουν ἐκφρασθεῖ σοβαρώτατες ἐπιφυλάξεις, οἱ ὁποῖες στηρίζονται εἴτε σέ ἀληθινά γεγονότα καί πραγματικά στοιχεῖα, εἴτε σέ τεκμηριωμένη θεολογική κριτική. Διότι, ἐν τελευταία ἀναλύσει ποῖος ὁ λόγος νά ἀνακηρυχθεῖ ὡς ἅγιος κάποιος ὁ ὁποῖος "βαρύνεται" μέ σοβαρά ζητήματα σέ κανονικό πεδίο καί ἐπιπλέον ἡ "θεολογία" του ἐλέγχεται, ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὡς πεπλανημένη; Τί εἴδους ὁδηγός πρός σωτηρία μπορεῖ νά εἶναι ἕνα τέτοιο πρόσωπο;

Μόνο κατά τό τελευταῖο διάστημα ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητος κείμενα καί ἄρθρα, τά ὁποῖα ἐπισημαίνουν ἀρκούντως τεκμηριωμένα, βάσει τῆς ὀρθοδόξου Πατερικῆς διδασκαλίας, ἀρκετά σημεῖα τῆς θεολογίας τοῦ Ρώσου Κληρικοῦ, ὡς προβληματικά ἕως καί κακόδοξα. Ἰδιαιτέρως διαφωτιστική εἶναι σχετική ἀρθρογραφία στόν "Ὀρθόδοξο Τύπο", ὑπό τόν τίτλο "Διάλογος μετά Πρωτειομανοῦς", τοῦ κ. Γεωργίου Ἰ. Καραλῆ, ὅπου σέ πολλές ἤδη συνέχειες παρουσιάζονται καί καταδεικνύονται ὡς πεπλανημένες καί προερχόμενες ἀπό τόν χῶρο τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῆς δυτικῆς παραδόσεως, θεολογικές θέσεις τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐγνώριζε καί τίς ἐνστάσεις καί τά ἰδιαίτερα προβλήματα στήν περίπτωση τῆς ἁγιοκατατάξεως τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Μολαταῦτα προχώρησε ἀδιαφορώντας γιά τίς ἐπιπτώσεις καί τόν προκαλούμενο σκανδαλισμό τῶν πιστῶν. Ἴσως ἡ ἀνενδοίαστη ὑποστήριξή της ἐκ μέρους τοῦ νέου ἀφοσιωμένου συνοδοιπόρου καί ὑποστηρικτοῦ ὅλων συλλήβδην τῶν ἐνεργειῶν καί πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως καί τοῦ Προκαθημένου του, τοῦ Μητρ/του Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου (Βλάχου), διεδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.

Ἡ περίπτωση, ὅμως, τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅπως προελέχθη, δέν εἶναι ἁπλή. Ὅπως ἐπίσης δέν εἶναι ἁπλή καμμία ἁγιοκατάταξη, ἡ ὁποία μάλιστα γίνεται "ἄνωθεν", δηλαδή οὐσιαστικῶς μέ πρωτοβουλία καί εὐθύνη θεσμικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι προερχομένη ἐκ (ἤ συνδυαζομένη μετά) τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐκ θείων σημείων καί θαυμάτων, τά ὁποῖα ἐν προκειμένῳ ἀπουσιάζουν.

Ἐπιπλέον, στή συγκεκριμένη περίπτωση ὑπάρχουν πολλές καί σοβαρές ἐπιφυλάξεις ἀπό Θεολογικῆς καί Κανονικῆς ἀπόψεως, ὅσον ἀφορᾶ στήν πολιτεία καί διδασκαλία τοῦ ἐν λόγῳ Ρώσου Κληρικοῦ, οἱ ὁποῖες ἀναποφεύκτως θά μποροῦν νά λειτουργοῦν, μετά τήν ἤδη γενομένη ἁγιοκατάταξή του, ὡς βάση θεωρητικῶν ἐποικοδομημάτων, ἑρμηνειῶν καί θεωρήσεων, οἱ ὁποῖες θά ἀλλοιώνουν, ἐμφανῶς ἤ ἀφανῶς, τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοση καί διδασκαλία.


Εἰδικότερον, ἐγείρουν μείζονα ζητήματα ἱκανά νά σκανδαλίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπό τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἱδρυθεῖσα καί λειτουργοῦσα μικτή Μονή (Πατριαρχικό Σταυροπήγιο!) μοναχῶν καί μοναζουσῶν ὑπό ἕναν Ἡγούμενο, στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας. Καθώς ἐπίσης, μεῖζον ζήτημα, οὐδόλως παραγραφόμενο, λόγῳ παρελεύσεως χρόνου καί σιωπηλῆς "ἀποδοχῆς" του, ἀποτελεῖ καί ἡ ἱερατική ἰδιότητα τοῦ Γέροντος, δοθεῖσα καί ἀποκτηθεῖσα μετά τήν ἐκ μέρους του ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀσπασθείς, ὡς γνωστόν, τόν Βουδισμό ἀλλαξοπίστησε, καίτοι ἦταν βεβαπτισμένος ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Μπορεῖ ὁ Πατριάρχης Κων/λεως κ. Βαρθολομαῖος νά θεωρεῖ ἀναθεωρητέους καί παρωχημένους τούς ἱερούς Κανόνες, ὅπως ὑπεστήριξε στή γνωστή Διδακτορική του Διατριβή, κατά τίς ἐν Ἑσπερία θεολογικές του σπουδές, ὅμως διά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀποτελοῦν "ὅρια αἰώνια" καί μή μετακινούμενα, ὡς τεθέντα ὑπό τῶν ὄντως Ἁγίων Πατέρων, κατ' ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος!

Οἱ σχετικοί Ἱεροί Κανόνες εἶναι σαφέστατοι καί ἡ τήρησή τους ὑποχρεωτική, καθόσον μάλιστα αὐτοί ἔχουν θεσπισθεῖ ὑπό Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Συγκεκριμένως: Ὁ Κ' Κανών (κατά τήν ἀρίθμηση τοῦ ἱ. Πηδαλίου) τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπί τοῦ πρώτου ζητήματος, ἀναφέρει ὅτι "Ἀπό τοῦ παρόντος ὁρίζομεν, μή γίνεσθαι διπλοῦν (δηλαδή μικτόν) Μοναστήριον, ὅτι σκάνδαλον καί πρόσκομμα τοῖς πολλοῖς γίνεται τοῦτο. Εἰ δέ τινες μετά συγγενῶν προαιροῦνται ἀποτάξασθαι, καί τῶ μονήρει βίῳ κατακολουθεῖν, τούς μέν ἄνδρας, δεῖ ἀπιέναι εἰς ἀνδρῶον Μοναστήριον, καί τάς γυναῖκας, εἰσιέναι ἐν γυναικείῳ Μοναστηρίῳ. Ἐπί τούτῳ γάρ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Τά δέ ὄντα ἕως τοῦ νῦν διπλᾶ, κρατείτωσαν, κατά τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Πατρός ἡμῶν Βασιλείου, καί κατά τήν διαταγήν αὐτοῦ, οὕτω διατυπούσθωσαν. Μή διαιτάσθωσαν ἐν ἑνί Μοναστηρίῳ Μοναχοί καί Μονάστριαι. Μοιχεία γάρ μεσολαβεῖ τήν συνδιαίτησιν.(...)".

Ἐξίσου σαφῆ εἶναι τά κανονικῶς προβλεπόμενα καί διατασσόμενα καί ἐπί τοῦ δευτέρου ζητήματος. Ἔτσι, ὁ Ι΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει ὅτι: "Ὅσοι προεχειρίσθησαν τῶν παραπεπτωκότων, κατά ἄγνοιαν, ἤ καί προειδότων τῶν προχειρισαμένων, τοῦτο οὐ προκρίνει τῶ Κανόνι τῶ ἐκκλησιαστικῶ. Γνωσθέντες γάρ καθαιροῦνται.". Ὅπερ, ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: "Ὅσοι περιέπεσον, ἤτοι ἀρνήθησαν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἔπειτα ἐμετανόησαν, ἱερεῖς οὐ γίνονται. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν νά γένη ἱερεύς, ἐκεῖνος ὅπου κατά τούς κανόνας ἐμποδίζεται νά κοινωνήση τῶν θείων Μυστηρίων ἕως τοῦ θανάτου αὐτοῦ; διά τοῦτο καί ὁ παρών Κανών λέγει, ὅτι, ὅσοι ἀπό τούς ἀρνησιθέους ἐχειροτονήθησαν, ἤ διά τί ὁ χειροτονήσας αὐτούς Ἀρχιερεύς δέν ἤξευρε τήν ἄρνησιν, ἤ καί διά τί ἤξευρε μέν, κατεφρόνησε δέ, ἤ καί ἐνόμισεν ὅτι ἡ χειροτονία δύναται ὡσάν τό Βάπτισμα νά τούς καθαρίση, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Βαλσαμών (...) ἀφ' οὖ αὐτοί φανερωθοῦν πῶς τοιουτοτρόπως ἐχειροτονήθησαν, καθαιροῦνται. (...).

Ἐάν, ὅμως, τά προαναφερθέντα ἀφοροῦν σέ ζητήματα Κανονικοῦ περιεχομένου, τά ὁποῖα εἴτε διορθώνονται, εἴτε πλέον ἀνήκουν στήν πολιτεία τοῦ καθενός (σημ.: ὁπότε καί εἶναι ἀποτρεπτικά προκειμένου νά προβάλλονται οἱ διαπράξαντες καί ἐμμείναντες σέ αὐτά ὡς ὁδοδεῖκτες τῶν πιστῶν πρός σωτηρίαν), πλέον ἐπικύνδυνα θεωροῦμε τά ζητήματα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ἅπτονται θεμάτων Πίστεως, δηλαδή τά θεολογικά ζητήματα.

Στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὑπῆρξαν καί περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες, οἱ ἐκκλησιαστικές ἀρχές "προώθησαν" καί ἐπεχείρησαν νά ἐπιβάλλουν ἀποφάσεις πού τελικῶς δέν ἔγιναν δεκτές ἀπό τό ἐκκλησιαστικό Σῶμα, ἐπιβεβαιώνοντας τή λειτουργία καί σημασία τῆς ἀγρυπνούσης συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας (Κλήρου καί εὐσεβοῦς λαοῦ). Κάποιες ἀπό αὐτές ἀφοροῦσαν καί τίς ἁγιοκατατάξεις.

Τά πράγματα δείχνουν ὅτι μᾶλλον μία ἐξ αὐτῶν εἶναι καί ἡ περίπτωση τῆς ἁγιοκατατάξεως, μετά ἀπό ἀναβολές καί παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ. Ὁπότε, φαίνεται ἀναπόφευκτη ἡ ἀνάγκη, προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ μεῖζον πρόβλημα σκανδαλισμοῦ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλά καί, κυρίως, νοθεύσεως τοῦ ὀρθοδόξου ἁγιολογίου διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς σχετικῆς Πατριαρχικῆς Ἀποφάσεως, ἀφ' ἑνός μέν, νά μελετηθεῖ ὑπό εἰδημόνων ὁ τρόπος "διορθώσεως" τοῦ πράγματος, ἐφ' ἑτέρου δέ, νά ἐργασθοῦν πλέον συστηματικά οἱ δυνάμενοι, προκειμένου νά προφυλαχθεῖ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἐπιπτώσεις καί "παρενέργειες" στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἐκ τῶν ἐσφαλμένων θεολογικῶν θέσεων, προσεγγίσεων καί θεωριῶν στή θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου (περί "Θεοεγκαταλείψεως", περί τῆς "ὑποστατικῆς ἀρχῆς" καί τῆς διαφοροποιήσεως ἀτόμου καί προσώπου, περί τοῦ "κενωτικοῦ τρόπου ὑπάρξεως" τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί καθολικότητος κ. ἄ.).


Ἐν τῶ μεταξύ, δυστυχῶς, ἡ πρώτη ἤ καί ἡ πλέον ἀνησυχητική παρενέργεια ἤδη ἔκανε τήν ἐμφάνισή της. Μέ δημόσια ἀναγγελία ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέος (Βλάχος) ἐνημερώνει μέσα ἀπό τό ἐπίσημο δημοσιογραφικό ὄργανο τῆς Μητροπόλεώς του ("Ἐκκλ. Παρέμβαση", τ. 280, Νοε. 2019) καί στό κύριο ἄρθρο του, ὑπό τόν τίτλο "Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης ὅπως τόν γνώρισα", ὅτι λίαν προσεχῶς θά κυκλοφορήση νέο βιβλίο του, μέ τίτλο: "Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής" ἐκ 550 σελίδων, ἐκ τοῦ ὁποίου προδημοσιεύει ἕνα κεφάλαιο. Ἐξ αὐτοῦ, ἐκτιμᾶται κατά τό "ἐξ ὄνυχος τόν λέοντα" ὅτι ἑνός κακοῦ μύρια ἕπονται!

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ἀτυχῶς, καίτοι μαθητής, ὅπως καυχᾶται, τοῦ μεγάλου Δογματολόγου Καθηγητοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκφράσει ἔντονες ἐπιφυλάξεις καί διατυπώσει σημαντικές διαφωνίες πρός τήν λεγομένη Ρωσική θεολογία (τῆς ὁποίας φορέας ὑπῆρξε ὁ Γέρ. Σωφρόνιος, καθώς καί ρευμάτων τῆς Φιλοσοφίας, τήν ὁποία ὁ ἀξέχαστος Καθηγητής θεωροῦσε πηγή τῶν αἱρέσεων), φαίνεται ὅτι, σαγηνευθείς ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀλλά καί ἐκ τῆς θεολογίας του, ἐγκατέλειψε τά ὀρθόδοξα κριτήριά του καί περιῆλθε σέ θεολογική σύγχυση, ἄν ὄχι μετάλλαξη.

Ἐνδεικτικῶς καί χαρακτηριστικῶς ἐπιλέγουμε ἀπό τό προαναφερθέν ἐκτενές ἄρθρο τοῦ Σεβ/του κ. Ἱεροθέου, τό τελευταῖο τμῆμα του, μέ ὑπότιτλο "Ἁγιογράφος καί ἐμπειρικός", ὅπου, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρει:

"Ὅταν ὁ ἁγιογράφος εἰκονίζη τόν Χριστό, ἐκφράζει, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν Θεότητά Του, πού εἶναι θεία, ἀλλά καί τό Φῶς εἶναι θεῖο καί ἄκτιστο. (...)

Συγχρόνως, οἱ ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων παρουσιάζονται σέ κανονικές διαστάσεις καί μέσα στό ἄπλετο ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ ἡ μορφή τοῦ διαβόλου παρουσιάζεται σμικρυσμένη - συρρικνωμένη, γιατί κάθε ὕπαρξη πού δέν συνδέεται μέ τόν Χριστό εἶναι σκοτεινή καί συρρικνωμένη.(...)

Ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, ὅταν φωτίζεται ὁ νοῦς του, τότε ὁ ἄνθρωπος φθάνει, ἐάν καί ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη, στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί ζῆ τήν κατά Χάρη θέωση. Ὁπότε, ὅταν χρειάσθηκε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος νά ἁγιογραφήση, τότε, κατά τρόπο φυσικό, πέρασε στήν ἁγιογραφία αὐτήν τήν ζωή πού βίωσε, γι’ αὐτό ἦταν ἁγιογράφος καί εἰκονικός, μέ τήν ἔννοια ὅτι παρουσίαζε τήν εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τό ὁποῖο μεταμορφώνει τά πάντα. (...)

Ὅταν ἐπισκεπτόμουν τό Μοναστήρι, πολλές φορές καθόμουν γιά πολλή ὥρα νά βλέπω καί νά παρατηρῶ τίς τοιχογραφίες πού ἔκανε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, μέ τήν βοήθεια τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, στήν τραπεζαρία. Δέν ἔχω ἐξειδικευμένες γνώσεις γιά τά θέματα αὐτά, ἐκτός ἀπό τίς γενικές σπουδές μου, ἀλλά καταλάβαινα ὅτι αὐτές οἱ συγκεκριμένες ἁγιογραφίες εἶναι μοναδικές στό εἶδος τους, πρωτότυπες, χωρίς νά ἀλλοιώνουν τήν βυζαντινή τεχνοτροπία. Ἦταν μιά σύνθεση μεταξύ τῆς Κρητικῆς καί τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς ἤ ἀκόμη μιά σύνθεση μεταξύ τῆς αὐστηρῆς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας καί τῆς ρωσικῆς τέχνης. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μέ τίς ἁγιογραφίες αὐτές δημιούργησε μιά ἰδιαίτερη παράδοση. (...)

Εἶχε σπουδάσει ζωγραφική καί φυσικά γνώριζε ἀπό καλλιτεχνικῆς πλευρᾶς τήν σημασία καί τήν χρήση τῶν χρωμάτων, ἀλλά, ὅταν ἁγιογραφοῦσε τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, ἐνεργοῦσε περισσότερο ὡς Θεόπτης παρά ὡς καλλιτέχνης. Νομίζω ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένος περισσότερο ἀπό τήν ἀσκητική καί τήν θεοπτική ἐμπειρία, παρά ἀπό τήν αἰσθητική καλλιτεχνία. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁμιλεῖ γιά τό ἄκτιστο Φῶς πού εἶδε καί τό ὁποῖο εἶναι «ἤρεμο, ἀκέραιο, ὁμοιογενές».

Νομίζω ὅτι ἡ ἁπαλότητα καί πραότητα τῶν χρωμάτων εἶναι ἔκφραση τοῦ ἠρέμου καί πράου Φωτός, πού ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔβλεπε κατά τίς θεοπτικές του ἐμπειρίες. Ὅπως γράφει στά κείμενά του, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο, καθαρό, φωτεινό, ἱλαρό καί πράο. Ὡς Θεόπτης πού ἦταν, αὐτό πέρασε, κατά τρόπο φυσικό, καί στίς ἁγιογραφίες του. Μετέφραζε ἁγιογραφώντας τόν μεταμορφωμένο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, τά χρώματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στίς ἁγιογραφίες του εἶναι τά ἁπαλά πού δημιουργοῦν εἰρήνη καί πραότητα καί δέν προκαλοῦν σύγχυση καί ταραχή. Ἐμπνέουν καί δέν καθηλώνουν, προβάλλουν τόν μεταμορφωμένο κόσμο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν προκαλοῦν θαυμασμό, καθησυχάζουν τίς αἰσθήσεις καί δέν τίς ἐξάπτουν. (...)

Ὅμως, τά χρώματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δείχνουν καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό, δηλαδή τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, τήν ἀναφορά του καί τήν ὁρμή του πρός Αὐτόν. Γι’ αὐτήν τήν ὁρμή τοῦ πνεύματος κάνει πολλές φορές λόγο στά κείμενά του καί θυμίζει τό σχετικό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ: «Καί τό πνεῦμα ἐξῆρέν με καί ἀνέλαβέν με, καί ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καί χείρ κυρίου ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ κραταιά. καί εἰσῆλθον εἰς τήν αἰχμαλωσίαν μετέωρος» (Ἰεζ. γ΄, 14-15). (...)

Τό δεύτερο, πού ἔχω ἐντοπίσει, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἁγιογράφησε τόν ἔνθρονο Χριστό, τόν Ὁποῖο συναντᾶμε καί στό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου His life is mine. Χρειάζεται μεγάλη ἀνάλυση αὐτῆς τῆς εἰκόνος, γιατί νομίζω ὅτι εἶναι τό χαρακτηριστικότερο δεῖγμα τῆς ἁγιογραφίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού εἶναι ἀπαύγασμα τῆς θεοπτίας του.

Κατ’ ἀρχάς ἡ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας αὐτῆς δέν θυμίζει οὔτε τήν βυζαντινή οὔτε τήν ρωσική τέχνη, ἀλλά εἶναι κάτι ἰδιαίτερο καί πρωτότυπο, πού συνδέεται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν θεολογία του, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τήν προσωπικότητά του. Περισσότερο δείχνει τήν οἰκουμενικότητα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικιστικῶν διαιρέσεων.




Ἰδιαίτερη προσοχή πρέπει νά δοθῆ στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν εἰκόνες διαφόρων ἁγιογράφων πού δείχνουν ἄλλοτε τήν ἱλαρότητα, ἄλλοτε τό ἔλεος, ἄλλοτε τήν δικαιοσύνη, ἄλλοτε τήν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα πού ἁγιογράφησε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος φανερώνει, κατά ἕναν θαυμαστό τρόπο, ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τήν ἱλαρότητα, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη, τήν παντοδυναμία, τήν κρίση κλπ. Πρόκειται γιά ἔκφραση ἑνός ὑπερτάτου ὄντος τῶν πάντων. Αὐτή ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου συνδέται ἀναπόσπαστα μέ τίς φράσεις «ὁ Ὤν» (ὁ Ὑπάρχων) καί «Ἐγώ εἰμι», πού δείχνουν τό συναΐδιο τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀσφαλῶς εἶναι ἀπεικόνιση, κατά τό δυνατόν, τῆς ἐμπειρίας πού εἶχε ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἴδιος, κατά τήν ὁποία ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκοή καί ἡ ἀκοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅραση, ἀφοῦ κατά τήν θεοπτία οἱ αἰσθήσεις τοῦ Θεόπτου ἑνοποιοῦνται.

Τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτεινό, ἀφοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται «ὁμόθεον». Παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γιά νά εἰκονογραφήση τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο νά θέτη τά φωτίσματα καί τίς ψιμιθιές πάνω στό πρόπλασμα, ἀλλά διατηρεῖ τό σῶμα- πρόπλασμα καί τό καλύπτει ἐξ ὁλοκλήρου μέ φώτισμα. Αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει γιά νά δείξη ὅτι ὅλο τό πρόσωπο φωτίζεται ἀπό τόν ἔσωθεν φωτισμό, τήν δόξα τῆς Θεότητος, χωρίς νά ἀφήνη φωτοσκιάσεις. Ἔτσι ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ἰω. α΄, 5). Πρόκειται γιά μεταφορά μέ εἰκονίσματα τῆς ἀκτίστου φωτεινῆς πραγματικότητος.

Ἐνδιαφέρον ἔχει καί ὁ τρόπος ἁγιογραφήσεως τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι λευκά. Στόν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ δέν τίθενται διάφοροι χρωματισμοί. Πρόκειται γιά τά λευκά ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωση, ἀφοῦ καί αὐτά ἔγιναν «λευκὰ ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2) καί τά ἱμάτιά Του μετά τήν Ἀνάσταση. Βέβαια, πρωτοτυπία ἀποτελεῖ τό νά ἁγιογραφῆται ὁ Χριστός ἔνθρονος μέ λευκά ἱμάτια, διότι προφανῶς πρόκειται γιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἅγιο Σωφρόνιο καί συνδυάζεται, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, ὁ ἔνθρονος Χριστός μέ τόν Μεταμορφωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό.

Ἡ ὅλη ἁγιογράφηση τοῦ ἐνθρόνου Χριστοῦ, πού εἶναι φωτεινός μέ φόντο τό κυανοῦν χρῶμα, πρέπει νά τεθῆ στήν προοπτική τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου περί τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ βιβλίου του γράφει τό πῶς ἐνατένιζε ἐπίμονα τόν καθαρό καί κυανοῦν οὐρανό, προσήλωνε τό βλέμμα του σέ μιά κατεύθυνση καί πολλές φορές διέτρεχε τόν οὐρανό ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρου. Ὅταν ἔφθανε στόν ὁρίζοντα, μετέβαινε νοερῶς καί πέραν αὐτοῦ καί τότε ἔβλεπε τόν κυανοῦν οὐρανόν νά περιβάλλη τόν πλανήτη τῆς γῆς. Συγχρόνως, προσπαθοῦσε νά εἰσχωρήση στά βάθη του καί νά ἀνιχνεύση τά ὅριά του. Αὐτή ἡ ἐνατένιση τῆς οὐράνιας σφαίρας, γεμάτης ἀπό τό φῶς, τόν ἔθελγε διά τοῦ μυστηρίου της. Στήν συνέχεια γράφει: «Ὅταν ὅμως ἀξιώθηκα μέ Ἄνωθεν δωρεά νά δῶ τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Θεότητος, τότε στόν κυανό οὐρανό τοῦ "κυανοῦ πλανήτου" μας ἀναγνώρισα μέ χαρά τό σύμβολο τῆς ἀκτινοβολίας τῆς ὑπερκόσμιας δόξης». Καί συμπληρώνει ὅτι «τό κυανό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐπέκεινα, τῆς ὑπερβατικότητας». (...)

Τό τρίτο πού διέκρινα βλέποντας τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο στά σώματα τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων. Ὁ νοῦς τους δέν βρίσκεται συγκεντρωμένος στήν λογική καί τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά ἔχει κατεβῆ στήν καρδιά. Σέ ἕνα σημεῖο τῶν γραπτῶν του ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁμιλώντας γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός γράφει: «Τό βλέπουμε, ἀλλά ἡ προσοχή στρέφεται στά ἐνδότερα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, στήν καρδιά πού φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη, ἀγάπη ἄλλοτε τῆς εὐσπλαχνίας καί ἄλλοτε τῆς εὐγνωμοσύνης». Αὐτή ἡ θεολογία του ἁγιογραφεῖται κατά τόν καλύτερο τρόπο στίς εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο.

Τά ἁγιογραφημένα πρόσωπα τῶν Ἀποστόλων δείχνουν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἀδειάσει, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν μέσα οἱ λογισμοί, καί ὁ νοῦς, εὑρισκόμενος στήν καρδιά, προσεύχεται. Οἱ ἐλαφρές, ἐξωτερικές κινήσεις τοῦ προσώπου δείχνουν τήν ἔκσταση ἀπό αὐτήν τήν ὅραση τῆς καρδιᾶς πού προσεύχεται. Αὐτήν τήν διαδικασία τήν συναντᾶμε στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὅταν ὁ νοῦς εὑρίσκεται στήν καρδιά καί προσεύχεται αὐτοκινήτως, ὡς πρός τήν δική του ἐνέργεια, ἑτεροκινήτως δέ ὡς πρός τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ λογική παρακολουθεῖ ἐκστατική τήν ἐργασία τοῦ νοῦ, διότι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογική καί νοερά, καί οἱ δύο αὐτές ἐνέργειες κινοῦνται παραλλήλως.

Ἔτσι, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στήν ἁγιογραφία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου βρίσκονται κοντά στόν Χριστό, βλέπουν τόν Χριστό, προσέχουν τόν λόγο Του, μετέχουν τῆς Χάριτος ἡ ὁποία προχέεται ἀπό τόν Χριστό, ὅμως αὐτό γίνεται ὄχι μέ τήν λογική, ἀλλά μέ τήν καρδιά. Διαφέρει, βέβαια, ἡ στάση τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει οὔτε κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί ὁ νοῦς του βρίσκεται μέσα στήν καρδιά. Ἄλλωστε, ἡ ἕνωση νοῦ καί καρδιᾶς γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Χριστό.

Μέ τήν ἀπεικόνιση τοῦ κέντρου τοῦ προσώπου νά βρίσκεται στήν καρδιά, ἐκτός τοῦ ὅτι δείχνει ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος (Α΄ Πέτρ. γ΄, 4), συγχρόνως, φαίνεται καθαρά ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ἀκόμη καί τῆς ἠθικολογίας πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση.

Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἁγιογραφώντας τά πρόσωπα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἴσως χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, ἁγιογραφοῦσε τόν ἑαυτό του, καί ὡς πρός τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό κόσμο του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μορφή τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων ὁμοιάζει μέ τήν μορφή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἀλλά καί στά πρόσωπά τους ἀποτυπώνεται ἡ σύννοια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Βεβαίως, αὐτό εἶναι τό πρόβλημα κάθε ζωγράφου, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά ἐδῶ γίνεται κατά ἕναν φυσικό τρόπο, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἔντονα τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς μεταμορφώσεώς του καί αὐτό περνοῦσε, χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, καί στίς ἁγιογραφίες.

Ἔτσι, ὅταν ἐξετάζη κανείς προσεκτικά τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, θά διασπιστώση ὅτι τά πρόσωπα τῶν περισσοτέρων Ἀποστόλων, ἰδιαιτέρως στόν Μυστικό Δεῖπνο, εἶναι προσωπογραφίες τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, σέ διάφορες ἡλικίες του, ἀλλά καί σέ διάφορες πνευματικές του καταστάσεις. Ἄλλωστε, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν τά διαβάζη κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει κάθε φορά τήν πνευματική κατάστασή τους.

Γενικά, ἡ ἁγιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ἀπαύγασμα ὅλης τῆς θεολογίας του. Βλέποντας τίς ἁγιογραφίες αὐτές καταλαβαίνει κανείς τήν θεολογία του, καί διαβάζοντας τήν θεολογία του τήν βλέπει ἁγιογραφημένη στούς τοίχους τῆς Μονῆς του. Οἱ ἁγιογραφίες του δείχνουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α΄, 15). !!! [ Σημείωση: Οἱ ἐπισημάνσεις καί ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μας.]

Θά ἦταν, νομίζω, κατανοητό γιά τούς ἀναγνῶστες νά μείνουν τά ἀνωτέρω ἀσχολίαστα. Διότι, ἁπλούστατα, ἀρκεῖ μόνη ἡ παράθεσή των! Ἡ ἔκπληξη καί οἱ ἀπορίες πού προκαλοῦν, ἄν ὄχι τό "σόκ", εἶναι προφανέστατα. Εἰλικρινῶς, "ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι καί τόν νοῦν καταπλήττομαι" πῶς ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὁ ἐγκρατής Θεολόγος καί πολυγραφώτατος συγγραφέας καί μεταδότης στόν πιστό λαό ὀρθοδόξων ναμάτων ἐκ τῆς μελέτης καί μαθητείας του στούς Ἁγίους Πατέρες καί τή διδασκαλία τους, ἔφθασε, ὑπερασπιζόμενος καί ἐκθειάζων μέχρι ὑπερβολῆς τόν συγκεκριμένο ἀμφιλεγόμενο γιά τή ζωή, τήν πολιτεία του καί τήν Θεολογία του Ρῶσο Κληρικό, νά περιέρχεται σέ κατάσταση μεγάλης συγχύσεως, ἀλλά τολμῶ εἰπεῖν καί σέ ἀδιέξοδα πλάνης, ἴσως καί κακοδοξιῶν!

Οἱ ταπεινές θεολογικές μου γνώσεις, ἐκ τῶν πανεπιστημιακῶν καί μεταπτυχιακῶν σπουδῶν μου, ἀλλά καί οἱ γνώσεις μου ἐκ τῶν ταπεινῶν σπουδῶν μου στήν ὀρθόδοξη Ἁγιογραφία (εἰκονογραφία), δέν ἀφήνουν περιθώρια νά μή ἐντοπίσω στά προαναφερθέντα λόγια τοῦ σεβαστοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὄχι μόνον ὑπερβολές, πλάνες ἀλλά καί κακοδοξίες!

Μπορεῖ ὁ ἴδιος νά ὁμολογεῖ σέ κάποιο σημεῖο τοῦ ἐπιμάχου ἄρθρου του ὅτι δέν εἶναι εἰδήμων στά τῆς Ἁγιογραφίας (ἐντούτοις...ἀποφαίνεται), ἀλλά οἱ θεολογικές του προσεγγίσεις καί ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες σημειωτέον ἐκφράζουν πλήρως τίς σχετικές θεωρίες καί προσεγγίσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τό ἁγιογραφικό καί θεολογικό ἔργο τοῦ ὁποίου ἑρμηνεύει καί ἀναλύει ὁ Μητροπολίτης, ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων πού ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία καί ἡ σχετική διδασκαλία της, ὅπως αὐτή διατυπώθηκε ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων στήν Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (βλ. Ἀποφάσεις καί Πρακτικά αὐτῆς).

Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, βάσει τῶν ὅσων παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Συνόδους τίς ὁποῖες αὐτοί συνεκρότησαν καί τήν ὁποία (διδασκαλία) διετύπωσαν στά συγγράμματά των, καί τούς Ὅρους, Κανόνες καί Ἀποφάσεις αὐτῶν (τῶν Συνόδων), οἱ ἀνωτέρω τοποθετήσεις τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου (κυρίως οἱ ἐπισημάνσεις μέ τήν ἔντονη γραφή καί τίς ὑπογραμμίσεις μας) θίγουν τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας πού εἶναι ἡ διαφορά (καμμία ὁμοιότης) μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου.

Ἀπροσδοκήτως ἐμφανίζεται ὁ ἀρθρογράφος Μητροπολίτης, παρά τήν μέχρι σήμερον θεολογική πορεία του, νά ἐκφράζει καί προσεγγίζει ἐσφαλμένες θέσεις πού ὑποστήριξαν Ρῶσοι θεολόγοι καί στοχαστές, εἰδικότερον ὅσον ἀφορᾶ στήν θεολογία τῶν εἰκόνων, ὅπως ὁ P. Florenski καί ὁ L. Ouspenski. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής μας κ. Γ. Κόρδης, σύμφωνα μέ ἐκεῖνες (τίς ἐσφαλμένες θέσεις): "Ἐφ' ὅσον ἕνα πρόσωπο εἶναι καί Θεός (ὅπως αὐτό τοῦ Χριστοῦ πού φύσει μετέχει σέ δύο οὐσίες), ἤ χάριτι μετέχει στόν κόσμο τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν (ἅγιοι), πρέπει ἡ εἰκόνα νά βρεῖ τρόπους νά παρουσιάσει τήν πραγματικότητα αὐτή." [1] Αὐτές, ὅμως, εἶναι θέσεις ἄγνωστες στήν Πατερική καί γενικότερα τήν ὀρθόδοξη σκέψη!

Ἀντιθέτως, "ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στά Πρακτικά της μέ σαφήνεια ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ δέν ζωγραφίζει παρά τήν μορφή, τό εἶδος μέ τό ὁποῖο τό δεύτερο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε στή γῆ: «ἡ γοῦν ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ὡς παρέλαβε παρά τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί πατέρων, αὐτό τό εἶδος τό ὁραθέν τοῖς ἀνθρώποις ἀναζωγραφεῖ» (Mansi 13,340D). Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι γιά τούς θεοφόρους Πατέρες τῆς Νικαίας τό στοιχεῖο πού ἀναζωγραφεῖ στίς τεχνητές εἰκόνες δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μορφή τήν ὁποία εἶδαν οἰ ἄνθρωποι. Ἡ Σύνοδος δέν θέτει ἄλλη προϋπόθεση γιά τήν δημιουργία τῆς εἰκόνας." [2].

Ἀποτελεῖ μεγάλη ἀπογοήτευση καί ἔκπληξη νά ἐμφανίζεται ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου νά ἀγνοεῖ στοιχειώδη πράγματα στόν χῶρο τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας καί τῆς θεολογίας πού αὐτή ἐκφράζει. Ὅπως, (τήν θέση) ὅτι ἡ Ἐκκλησία σέ καμμία περίπτωση δέν ὑποστήριξε ὅτι ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τή Θεία Φύση! Φαίνεται αἰχμαλωτισμένος, μέσα στό πλαίσιο μιᾶς ἄλλης θεωρήσεως καί μιᾶς ἄλλης θεολογίας. Ἐνδεχομένως τῆς θεολογίας τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τήν ὁποία στήν προσπάθειά του νά τήν προβάλλει, ὡς μύστης καί γνώστης αὐτῆς, τελικῶς τήν "ἀποκαλύπτει", ἐπιβεβαιώνοντας τίς μεγάλες παρεκκλίσεις της ἀπό τήν Πατερική Θεολογία.

Δέν γνωρίζω, κατά πόσον, ὁ Σεβ. Ναυπάκτου, συνειδητοποιεῖ ὅτι, μέ τά θεολογικά του σχόλια περί τοῦ εἰκονογραφικοῦ ἔργου τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί τίς προσδιδόμενες σ' αὐτό διαστάσεις καί ἑρμηνεῖες του, διολίσθησε σέ θεολογικούς ἀκροβατισμούς καί θεωρήσεις πού ἐλέγχονται γιά τήν ὀρθοδοξία των. Θεωρήσεις, οἱ ὁποῖες, ὡς προελέχθη, ἔχουν ἐντοπισθεῖ σέ σχετικές σαθρές ἑρμηνευτικές Ρώσων θεολόγων καί στοχαστῶν.

Σύμφωνα μέ αὐτές "ἡ εἰκονουργία παραλληλίζεται μέ τό θεολογεῖν, μέ τήν ἔκδηλη ἔκφραση δηλαδή τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, πού εἶναι καρπός τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὁ ἁγιογράφος ἀναλαμβάνει τόν ρόλο τοῦ θεολόγου, τοῦ φωτισμένου καί ἁγίου μέλους τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζει τήν ἀλήθεια ὄχι ὅμως μέ λόγια, ἀλλά μέ σχήματα καί χρώματα." [3]. Αὐτά, ὅμως, τά ὁποῖα ἁρμόζουν πλήρως στίς τοποθετήσεις τοῦ Σεβ. κ. Ἱεροθέου, δημιουργοῦν πολλά προβλήματα καί ὁδηγοῦν σέ σοβαρά ἀδιέξοδα. Ἐπί τῆς οὐσίας, συνιστοῦν πλάνες καί κακοδοξίες!

Ἡ θεώρηση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ἄριστα καί περιεκτικά στήν κλασσική τοποθέτηση:"Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις...μενοῦν γε αὐτῶν (τῶν ὄντως Ἁγίων Πατέρων) ἡ ἐπίνοια καί ἡ παράδοσις, καί οὐ τοῦ ζωγράφου. Τοῦ γάρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον· ἡ δέ διάταξις πρόδηλον τῶν δυναμένων ἁγίων Πατέρων" (Mansi 13, 252 BC). Σέ αὐτήν ὄφειλε νά περιορισθεῖ ὁ Μητροπολίτης, ὥστε νά ἀποφύγει τίς ἀπαράδεκτες ἀκρότητες περί τῆς δῆθεν ἐμπειρικῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἡ ὁποία ὅμως ἔτσι (ὑπ' αὐτό τό πρίσμα) συνιστᾶ "περιγραφή τῆς ἁγιότητας ἤ τῆς Θεότητας" καί ἐπιβάλλει ὥστε ἡ εἰκόνα να ὁρίζεται ὡς γεγονός πού μέ εἰδική εἰκαστική γλώσσα κατορθώνει τήν περιγραφή τοῦ ὑπερβατικοῦ αὐτοῦ περιεχομένου" [4].

Εἶναι ἁπόλυτα σχετική καί ἁρμόζουσα, ὅσον ἀφορᾶ στίς ἰδίου περιεχομένου "παράδοξες" (ξένες καί ἀλλότριες τῆς Παραδόσεως) προσεγγίσεις τοῦ κ. Ἱεροθέου, ἡ ἀνωτέρω κριτική, ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως, τήν ὁποία ἀσκεῖ ἕνας εἰδικός περί τήν ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία, ὡς Θεολόγος καί ἁγιογράφος, ἐπ. Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ κ. Γ. Κόρδης. Τρομακτική δέ, ἡ ταύτιση τῶν προσεγγίσεων τοῦ ἐν λόγῳ Μητροπολίτου, μέ τήν ἐπικρινόμενη καί ἐλεγχόμενη, ὡς μεταπατερική ἤ μᾶλλον ἀντιπατερική, ἑρμηνευτική ἤ εἰκονολογική σκέψη τῶν Ρώσων θεολόγων καί στοχαστῶν.

Ἄς ἐλπίσουμε, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος θά ἀναθεωρήσει τίς ἀνωτέρω προσεγγίσεις καί θεωρήσεις του καί δέν θά προσθέσει ἄλλη μία ἀπογοήτευση στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἐπί χρόνια τόν παρακολουθοῦσαν μέ ἐκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη στά θεολογικά του κριτήρια. Ἐμπιστοσύνη πού κλονίστηκε, κυρίως, μετά τήν συμμετοχή του στήν διαβόητη "Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο" τῆς Κρήτης (2016) καί τήν ἔκτοτε ἐπιλεγεῖσα συμπόρευση καί ταύτισή του μέ τά "ἔργα" καί τούς σχεδιασμούς τοῦ ἐσβεσμένου Φαναρίου.

Ἡ συμπερίληψη στό ὑπό ἔκδοση βιβλίο του, περί τοῦ νέου "ἁγίου", τοῦ προελθόντος ἐκ τῆς βιομηχανίας ἁγιοκατατάξεων τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τῶν προαναφερθεισῶν ἀπαραδέκτων ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως θέσεών του, ἐν συνδυασμῶ μέ τίς ἀναμενόμενες, ἀτυχῶς, ἐπιδοκιμασίες καί τούς ἐκθειασμούς σαθρῶν θέσεων τῆς "θεολογίας" τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, θά πλήξουν ἀνεπανόρθωτα καί θά καταρρακώσουν τό κῦρος τῆς θεολογικῆς του προσφορᾶς. Τό ἀπευχόμεθα.

Ἀποφύγαμε ἠθελημένα τήν ἀναφορά σέ πληροφορίες καί μαρτυρίες γιά πιό ἰδιαίτερα καί προσωπικά θέματα πού ἀφοροῦν στό πρόσωπο καί τή ζωή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί τῶν ὑποτακτικῶν καί μαθητῶν του, καθώς καί κάποιων "σημείων" (ὄχι θαυμαστῶν) ὅσον ἀφορᾶ στό σκήνωμα καί τόν τάφο του. Προκρίναμε νά ἀναφερθοῦμε σέ ὅσα ἀφοροῦν στήν Πίστη καί τήν Παράδοση, ὡς πρωτεύοντα καί σημαντικότερα, ἀλλά καί τήν πιστότητα ἤ μή πρός αὐτά τόσον τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅσον καί τῶν θιασωτῶν καί ὑποστηρικτῶν τῆς ἁγιοκατατάξεώς του. Διότι, αὐτά ἀποτελοῦν τήν sine qua non προϋπόθεση τῆς ἁγιότητος ἑνός προσώπου καί σέ αὐτά οὐ χωρεῖ οὐδεμία συγκατάβασις! 

("Ὀρθόδοξος Τύπος", ἀρ.φύλλ. 2288, 27.12.2019)

[1] "Ἱεροτύπως", Γ. Κόρδη, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2002, Εἰσαγωγικά σελ. 12 κ. ἑξ.
[2] ἔνθ' ἀνωτέρω.
[3] ἔνθ' ἀνωτέρω.
[4] ἔνθ' ἀνωτέρω.




ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.