Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Υπόδειγμα ο άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς! Ναι, αλλά πώς; Με την υιοθέτηση του σιγονταρο-Οικουμενισμού ή με την μίμησή του, στην Διακοπή του Μνημοσύνου;

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.!

ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΓΓΥΗΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ, Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Την προικώα διδασκαλία του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ας έχομε ως υπόδειγμα Ορθόδοξης ακρίβειας. Η μίμηση του Ομολογητή Αγίου μας, είναι υπόδειγμα χριστιανικής αρετής. Αποτελεί ένα μεγάλο οικουμενικό διδάσκαλο της Ορθοδοξίας. Ο σταυροφόρος βίος του κατά την μακρά εκείνη περίοδο των αντίθεου και απάνθρωπου κουμμουνιστικού συστήματος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είναι υπόδειγμα καρτερίας και χριστιανικού αγώνα.


Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να διαφυλάσσει απαραχάρακτη, τη διδασκαλία του μεγάλου Ομολογητή Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Δεν πρέπει να γίνονται ενέργειες και αναφορές που αντιστρατεύονται τη μοναδικότητα και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Οι ενέργειες μας πρέπει να είναι ανάλογες των υποθηκών του μεγάλου Ομολογητή Αγίου μας. Δεν πρέπει να γίνονται αναφορές που αντιστρατεύονται την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

‘’Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού’’ καλεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μεγάλος αυτός Άγιος, δίδοντας την πραγματική διάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι παρακαταθήκες του αποτελούν προικώον δώρημα για την Εκκλησία της Σερβίας. «Όντως, η ζωή εν τη Εκκλησία είναι πάντοτε καθολική, ευρίσκεται πάντοτε εν τη κοινωνία: ‘’συν πάσι τοις αγίοις’’, ‘’μετά πάντων των αγίων’’. Το αληθινόν κατά συνέπειαν μέλος της Εκκλησίας αισθάνεται ενεργώς μετά της αυτής πίστεως μετά των Αποστόλων, των Μαρτύρων και των Αγίων όλων των αιώνων· αισθάνεται ότι ούτοι είναι αιωνίως ζωντανοί και ότι πάντας αυτούς διαπερά ταυτοχρόνως μία και η αυτή θεανδρική δύναμις και ενέργεια, μία και η αυτή θεανθρωπίνη ζωή, μία και η αυτή θεανθρωπίνη αλήθεια. Δεν υπάρχει καθολικότης εκτός της εκκλησιαστικότητος, διότι μόνον η αληθινή και πραγματική ζωή εν τη Εκκλησία δημιουργεί εις τον άνθρωπον την αίσθησιν της καθολικότητος της πίστεως, της αληθείας και της ζωής· το ζην ‘’συν πάσι τοις αγίοις’’, μετά πάντων των μελών της Εκκλησίας όλων των αιώνων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγίου ιουστίνου πόποβιτς

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο ομολογιακό κείμενό του«Καθολικότης της Εκκλησίας», αναφέρει ότι «η ίδια η φύσις της Εκκλησίας είναι καθολική. Ο Σωτήρ Χριστός είναι το περιεχόμενο της παραδόσεως της αποστολικότητος εν τω Σώματι της Εκκλησίας. Η Θεανθρωπίνη αυτή καθολικότης της Εκκλησίας και καθολικοποίησις εν τη Εκκλησία διακρατείται και πραγματοποιείται δια της αεί ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία κατά τον πλέον τέλειον τρόπον ενώνει τον Θεόν και τον άνθρωπον…».

Η Εκκλησία του Χριστού είναι μια και μοναδική. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει: «Η Εκκλησία δεν είναι μόνο μία, αλλά και μοναδική. Εν τω Κυρίω Ιησού δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πολλά σώματα, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εν αυτώ πολλές Εκκλησίες. Εν τω θεανθρωπίνω αυτού σώματι η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, όπως ο Θεάνθρωπος, ο Χριστός, είναι ένας και μοναδικός»*.


Όταν αναφέρεται ο Άγιος Ιουστίνος στο δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα, αναφέρει ότι δεν είναι ‘’μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις’’. Το δικαιολογεί μάλιστα καθότι ‘’καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου’’.

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς δίνει τη σωστή δογματική και εκκλησιολογική εκτροπή τη κακοδοξίας του αλαθήτου. Αναφέρει με σαφήνεια τα εξής για τη πλάνη του αλαθήτου: «Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύχθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας-άνθρωπος, κατέλαβε τη θέση του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και ‘’ο δεύτερος θάνατος’’ (Αποκ. 20,14. 21,8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία· το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι φευ! Η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην·» 


Αυτή την προικώα διδασκαλία του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ας διαφυλάξομε απαραχάρακτη. Αυτόν τον μεγάλο Άγιο ας έχουμε ως υπόδειγμα Ορθόδοξης ακρίβειας. Η μίμηση του Ομολογητή Αγίου μας αποτελεί ευεργεσία στην Εκκλησία. Η χρήση των λεχθέντων του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, αποτελούν εγγύηση Ορθόδοξης ακρίβειας. Οι ενέργειες μας πρέπει να είναι ανάλογες των υποθηκών του μεγάλου Ομολογητή Αγίου μας. Ας πάψουν επιτέλους οι αναφορές που αντιστρατεύονται την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτή είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ας πάψουν επιτέλους οι συγκρητισμοί και τα άλλα οικουμενιστικά ολισθήματα. Αυτόν τον μεγάλο Άγιο ας έχουμε ως υπόδειγμα Ορθόδοξης ακρίβειας.

*Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς «Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Αναδημοσίευση από τη γαλλική μετάφραση στον Ορθόδοξο Τύπο, 29/6/2007)

 





ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΡΗΤΩΝ

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΣΕΡΒΙΑΣ!


Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ο Ομολογητής (1894-1979)·

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας.
Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους.

Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε το 1894 την ημέρα του Ευαγγελισμού, στην πόλη Βράνιε στην Νότια Σερβία. Ο πατέρας του λεγόταν Σπυρίδων, η μητέρα του Αναστασία και προερχόταν από οικογένεια κληρικών αριθμούσα επτά διαδοχικές γενεές ιερέων. Έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Ευάγγελος, ο αγγελιοφόρος της καλής και χαρμόσυνης αγγελίας (του Ευαγγελίου), λόγω της ημέρας της γεννήσεώς του. Όντως, όλη η επίγεια ζωή του υπήρξε ένα Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του καλού και χαρμόσυνου μηνύματος του Ευαγγελίου.

Παντού στα λόγια του και πάντα στην ζωή του ο όσιος Ιουστίνος το έλεγε και το ομολογούσε: κάθε ανθρώπινο όν, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, όπως και κάθε πλάσμα του Θεού, είναι ένα ακατάπαυστο Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του Ευαγγελίου. «Και μόνο με το ότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, κάθε άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος του Χριστού, είναι ένα ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού», έλεγε ο αββάς Ιουστίνος.

Κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα, εάν γράφηται καθ’ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21, 25). Δηλαδή ο
Χριστός σε κάθε άνθρωπο συνεχίζει να γράφει το Ευαγγέλιό Του.


Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση.
Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσα Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση».

Κάποιοι λυσσαλέα μάχονται τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ζητώντας μας νὰ παραμένουμε ὅπως αὐτοί σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, καὶ κατακρίνοντας κάθε ἐνέργεια ἀποτειχίσεως.

Ἄλλοι φέρνουν ὡς παράδειγμα τὴν στάση τῶν συγχρόνων Γερόντων καὶ Ἁγίων, ποὺ (ὅπως ἰσχυρίζονται) δὲν ἀποτειχίστηκαν.


Ἄλλοι, ἀρνοῦνται τὴν ἀποτείχιση, καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτό τους ὡς κατέχοντα πᾶσαν τὴν ἀλήθεια καὶ ὡς τὸ μόνο«φωτισμένο», διδάσκουν ὅτι δὲν δικαιούμαστε νὰ ἀποτειχιστοῦμε, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς δικές τους θεολογικὲς γνώσεις κι ἂν δὲν κατανοήσουμε πρῶτα ὅλη τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ τί εἶναι Οἰκουμενισμός, ποὺ οἱ «ἴδιοι» ἀλάνθαστα κατέχουν.

Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, δὲν διδάσκουν κάτι τέτοιο.

Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ κάθε αἵρεση εἶναι δεδομένη διδασκαλία τους καὶ καθῆκον ὅλων, παράλληλα μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν καλύτερη γνώση τῆς Ὀρθοδοξου Πίστεως καὶ τὴν ἐργασία γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

"Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημάσου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτίσου ὀψόμεθα φῶς".


ΠΗΓΗ

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

"Δεν θα μείνη ούτε πέτρα επάνω εις την πέτραν"! Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.


"Δεν θα μείνη ούτε πέτρα επάνω εις την πέτραν"!

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:

Τὸ τέλος τῆς Εὐρώπης εἶναι ἀναπόφευκτον!

ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ἐπισημάνει πολλὲς φορές, ἡ αἱρετικὴ Δύση ἀργοπεθαίνει συμβολικὰ καὶ κυριολεκτικά. Εἶναι πλέον ἕνα τυμπανιαῖο πτῶμα, τὸ ὁποῖο ἀναδίδει ἀνυπόφορη ἠθικὴ μπόχα. Ὁ νεοφανὴς ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ μέγας θεολόγος καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, προβλέποντας τὸ «θάνατο» τῆς Εὐρώπης, ἔγραψε:

«Χωρὶς τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι παρὰ ἑβδομήκοντα κιλὰ αἱμόφυρτης ὕλης. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεόν, ἂν ὄχι τάφος παραπλεύρως εἰς τὸν τάφον; Ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔχει καταδικάσει εἰς θάνατον τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν. Δὲν κατεδίκασεν ὅμως οὕτω καὶ τὸν ἑαυτόν του εἰς θάνατον ἐκ τοῦ ὁποίου θανάτου δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις; Κάμετε εἰλικρινῶς καὶ ἀμερολήπτως τὸν ἀπολογισμὸν τῆς Εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτικῆς, κουλτούρας, πολιτισμοῦ, καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι αὐταὶ ἔχουν φονεύσει εἰς τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς. Ἐὰν ὅμως προσέξετε σοβαρῶς εἰς τὴν τραγικότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας ὁπωσδήποτε θὰ ἐννοήσετε, ὅτι ἡ θεοκτονία πάντοτε καταλήγει εἰς τὴν αὐτοκτονίαν. […] Τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, οἰκοδομηθὲν χωρὶς τὸν Χριστόν, κατ’ ἀνάγκη θὰ καταρρεύση καὶ μάλιστα πολὺ συντόμως, […] Δέκα ὁλόκληρους αἰῶνας ἀνεγείρετο ὁ εὐρωπαϊκὸς πύργος τῆς Βαβέλ, καὶ ἡμεῖς ἠξιώθημεν τοῦ τραγικοῦ ὁράματος: Ἰδού, ἀνηγέρθη πελώριον μηδέν! Ἐπῆλθε γενικὴ σύγχυσις. Ἄνθρωπος δὲν ἐννοεῖ ἄνθρωπον, ψυχὴ δὲν ἐννοεῖ ψυχή, ἔθνος δὲν ἐννοεῖ ἔθνος. Ἠγέρθη ἄνθρωπος ἐναντίον ἀνθρώπου, βασιλεία ἐναντίον βασιλείας, λαὸς ἐναντίον λαοῦ, ἀκόμη καὶ ἤπειρος ἐναντίον ἠπείρου»! 

Μία μεγάλη ἀλήθεια, ἀπὸ ἕνα μεγάλο ἄνθρωπο, ἕνα μεγάλο ἅγιο καὶ ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας!

Ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος «ἐθεοποίησε» τὸν ἑαυτόν του καὶ δι’ αὐτὸ ἐδαιμονοποιήθη!

ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ τοῦ προηγουμένου σχολίου μας, ὁ ἁγιασμένος καὶ θεωμένος Γέροντας ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς θεωρεῖ τὸ «θάνατο» τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἀναπόφευκτο, διότι ἀρνήθηκε τὸ Θεὸ καὶ στὴ θέση του ἔθεσε τὸν «θεὸ» ἑαυτό του. 

Ἔγραψε: 

«Ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔφθασεν εἰς τὸν μοιραῖον ἴλιγγον, ὡδήγησε τὸν ὑπεράνθρωπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ του, θέλων νὰ ἀποπερατώση μὲ αὐτὸν τὸ οἰκοδόμημά του, ἀλλ’ ὁ ὑπερ­άνθρωπος ἐτρελλάθη ἀ­κρι­βῶς ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ ἐκρημνίσθη ἐκ τοῦ πύργου. Καὶ πίσω του ὁ ἴδιος ὁ πύργος κρημνίζεται καὶ θρυμματίζεται διὰ τῶν πολέμων καὶ ἐπαναστάσεων. Ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔπρεπε κατ’ ἀνάγκην νὰ τρελλαθῆ εἰς τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ του· ὁ Θεοκτόνος ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ γίνη αὐτοκτόνος. Νύκτα, βαρειὰ νύκτα ἔχει καλύψει τὴν Εὐρώπη. Κρημνίζονται τὰ εἴδωλα τῆς Εὐρώπης καὶ δὲν εἶναι πολὺ μακρὰν ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ μείνη οὔτε πέτρα ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν ἀπὸ τὴν κουλτούραν καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης, διὰ τῶν ὁποίων αὐτὴ ἀνήγειρε πόλεις καὶ κατέστρεψε ψυχάς, ἐθεοποίει τὰ κτίσματα καὶ ἀπέρριπτε τὸν Κτίστην»! 

Κι ὅμως, ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες ὀρθόδοξοι «διακηρύσσουμε» μὲ καμάρι καὶ στόμφο, ὅτι «ἀνήκουμε στὴ Δύση» καὶ ἐναποθέτουμε τὴ διάσωσή μας στὸ «πτῶμα» της! 

Δυσ­τυχῶς!



ΠΗΓΗ

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Η αποτείχιση διακοπής μνημοσύνου και κοινωνίας του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.


Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΣΕΡΒΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ.




ΠΗΓΗ

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Ανθρωπιστικός Οικουμενισμός .

agioi pateres a oikoumenikh synodos 01

Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».

Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλάθητου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως γεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλες αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιο των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η Ιερά Εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτία, ο ιησουϊτισμός, η σχολαστική, η καζουιστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών…

Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστό τέκνο του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν στην άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η «αλάθητος» αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικός και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ’ αρχήν έκαστος Προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον στον άλλον΄ τέλος αυτού του «αποθνήσκειν» δεν υπάρχει, καθ’ ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος.

Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι’ εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο.


Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως «των Εκκλησιών», περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις «σύσσωμος» το Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου.

1. Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β’ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β’ Θεσ. 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια΄ η αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ο οποίος είναι η σάρκωση και η εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι η αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν η αλήθεια, εάν ήταν νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιες: η Αλήθεια η αιώνια και η Ζωή η αιώνια (πρβλ. Ιω. 14, 6′ 1, 4.17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοιά του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15). Αυτό πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ο άνθρωπος να αυξάνει σ’ Εκείνον, «ος εστίν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστόν.

Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ο ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και σ’ όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι’ αυτό και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).

Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Μόνο οι Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επί πλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεώς τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μη πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχειά της, στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ο αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθεια της πίστεως: «Η πίστη είναι η βάση των αρετών που ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, που κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει oλοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τί είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς. Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), που έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (Ρ.G. 91, c. 465C).


2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.

Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.

Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κοινωνία (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ’ εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.

Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.

Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ’ αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β’ Κορ. 6, 14).

Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ’ αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι’ Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β’ Ιω. 1, 10).

Ο Κανόνας ΜΕ’ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;

Ο Κανόνας ΞΔ’ των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.

Ο Κανόνας Μς’ των αγίων Αποστόλων:
«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.

Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο… Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού.

Γι’ αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).

Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ’ όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι’ αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ’ αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).

Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή».

Πηγή: (Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, 1974, σελ. 224-233) Ορθόδοξος άμβωνας, Θεογνωσία



ΠΗΓΗ

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Ανθρωπιστικός Οικουμενισμός .

agioi pateres a oikoumenikh synodos 01

Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών (ανθρωπισμών), με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι οι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικό όνομά των είναι η παναίρεσις. Διατί; Διότι στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις ηρνούντο ή παραμορφώνουν ιδιώματα τινά του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, οι δε ευρωπαϊκές αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στην θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού, Οικουμενισμού και άλλων αιρέσεων, ων το όνομα «λεγεών».

Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλάθητου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως γεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλες αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιο των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η Ιερά Εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτία, ο ιησουϊτισμός, η σχολαστική, η καζουιστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών…

Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστό τέκνο του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν στην άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η «αλάθητος» αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικός και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ’ αρχήν έκαστος Προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον στον άλλον΄ τέλος αυτού του «αποθνήσκειν» δεν υπάρχει, καθ’ ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος.

Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμό του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακο δι’ εκάστην αμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπο.


Άνευ της μετανοίας και εισδοχής στην Αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι αφύσικο και αδιανόητο να ομιλή τις περί της ενώσεως «των Εκκλησιών», περί του διαλόγου της αγάπης, περί της intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Το σπουδαιότερο όλων είναι να γίνη τις «σύσσωμος» το Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και δια τούτου κοινωνός της ψυχής της Εκκλησίας, του Άγιου Πνεύματος, και κληρονόμος όλων των αιωνίων αγαθών του Θεανθρώπου.

1. Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό τη μορφή γυμνού συναισθηματισμού, είναι στην πραγματικότητα ολιγόπιστη άρνηση του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αλήθειας (Β’ Θεσ. 2, 13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (Β’ Θεσ. 2, 10). Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια΄ η αγάπη ζει και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδιά κάθε θεανθρώπινης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και κάθε μία από αυτές κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού ως τον μόνο ο οποίος είναι η σάρκωση και η εικόνα της Θείας Αλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Εάν τυχόν υπήρχε περίπτωση να είναι η αλήθεια οτιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αυτή θα ήταν μικρή, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θα ήταν η αλήθεια, εάν ήταν νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπο και μάλιστα το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατη και μη πεπερασμένη, αιώνια. Διότι στον Κύριο Ιησού η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιες: η Αλήθεια η αιώνια και η Ζωή η αιώνια (πρβλ. Ιω. 14, 6′ 1, 4.17). Εκείνος ο οποίος πιστεύει στον Κύριο Ιησού αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του στις θείες της απεραντοσύνες. Αυξάνει με όλο το είναι του, με όλη τη διάνοιά του, με όλη την καρδιά και την ψυχή του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζούμε «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον έτσι μπορούμε να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4, 15). Αυτό πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι αλλιώς δεν μπορεί ο άνθρωπος να αυξάνει σ’ Εκείνον, «ος εστίν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή στον Χριστόν.

Ας μην απατούμε τον εαυτό μας. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητά ή ασυνείδητα ψεύδονται ο ένας στον άλλο. Τέτοιος διάλογος είναι οικείος στον «πατέρα του ψεύδους», τον διάβολο, «ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και σ’ όλους τους εκούσιους ή ακούσιους συνεργάτες του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το «καλό» τους δια του κακού, να φθάσουν στην «αλήθεια» τους με τη βοήθεια του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» χωρίς τον διάλογο της αλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Γι’ αυτό και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).

Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεση της αγάπης και της αλήθειας είναι σημάδι ελλείψεως της θεανθρώπινης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρώπινης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Μόνο οι Ορθόδοξοι, ριζωμένοι και θεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» στην αλήθεια και στην αγάπη, έχουν και αναγγέλλουν, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι σήμερα, αυτή τη θεανθρώπινη σωτηριώδη αγάπη προς τον κόσμο και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ηθική] και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνο ένα πράγμα: φέρνουν στο φως τις φυματικές ουμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή την αρρωστημένη φιλοσοφία τους και την ανθρώπινη, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2, 8), ανίσχυρη ηθική τους. Φανερώνουν επί πλέον την κρίση της ανθρωπιστικής πίστεώς τους στην αλήθεια και την δοκητιστική [=μη πραγματική αντίληψη] αναισθησία τους για την ιστορία της Εκκλησίας, δηλαδή για την αποστολική και καθολική συνέχειά της, στην αλήθεια και στη χάρη. Ενώ ο αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται με το στόμα του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθεια της πίστεως: «Η πίστη είναι η βάση των αρετών που ακολουθούν, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, θέτοντας έτσι σαν βάση την αλήθεια με τρόπο ασφαλή» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικό μέτρο της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, που κληρονομήθηκε από τους Αποστόλους, έχει oλοτελώς θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του ίδιου Αγίου: «Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω να θλίβονται οι αιρετικοί, ούτε νοιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τί είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε τα γράφω αυτά παρακινώντας σας να δείξετε τη σκληρότητα του Φιλάνθρωπου. Όχι τέτοια μανία! Αλλά τα γράφω αυτά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε, με προσοχή και μετά από εξέταση, τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεσθε τα πάντα σε όλους, ανάλογα με το τι χρειάζεται καθένας τους από εσάς. Και θέλω και εύχομαι να είστε απόλυτα σκληροί και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη σύσταση και συγκρότηση της φρενοβλαβούς (αιρετικής) δοξασίας τους. Και τούτο διότι εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και ως χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια ενισχύσεως της πλάνης (της αιρέσεως), που έχει ως συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη φθορά εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (Ρ.G. 91, c. 465C).


2. Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, που διατυπώθηκε από τους αγίους Αποστόλους, από τους αγίους Πατέρες, από τις αγίες Συνόδους, γύρω από το θέμα των αιρετικών είναι η εξής: οι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε μπορούν να είναι Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν μπορούν οι αιρέσεις να έχουν τα αγία Μυστήρια, ιδιαίτερα το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αυτό το Μυστήριο των Μυστηρίων. Γιατί ακριβώς η θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα στην Εκκλησία: δηλαδή είναι και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς και η ίδια η Εκκλησία και γενικά κάθε τι που ανήκει στον Θεάνθρωπο.

Η «intercommunio», δηλαδή η διακοινωνία με τους αιρετικούς στα αγία Μυστήρια, ιδιαιτέρως στη θεία Ευχαριστία, είναι η πλέον αναίσχυντη προδοσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η προδοσία του Ιούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας του Θεανθρώπου, της Εκκλησίας της Αποστολικής, της Εκκλησίας της Αγιοπατερικής, της Εκκλησίας της Αγιοπαραδοσιακής, της Εκκλησίας της Μιας και μοναδικής. Εδώ θα πρέπει να σταματήσει κάποιος τον χριστοποιημένο νου του και τη συνείδηση μπροστά σε μερικά άγια γεγονότα, άγια μηνύματα και άγιες εντολές.

Πρώτον, πρέπει να διερωτηθούμε σε πια εκκλησιολογία και σε πια θεολογία με θέμα την Εκκλησία θεμελιώνεται η λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία της Εκκλησίας γύρω από το θέμα της Εκκλησίας βασίζεται και θεμελιώνεται όχι στην inter-communio (δια-κοινωνία), αλλά στη θεανθρώπινη πραγματικότητα της communio δηλαδή στη θεανθρώπινη Κοινωνία (πρβλ. Α΄ Κορ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κορ. 13, 13. Εβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ιω. 1, 3), ενώ η έννοια inter-communio, δια-κοινωνία, είναι καθ’ εαυτήν αντιφατική και ολότελα αδιανόητη για την Ορθόδοξη καθολική συνείδηση.

Το δεύτερο γεγονός, και μάλιστα ιερό γεγονός της Ορθοδόξου πίστεως, είναι το εξής: Στην Ορθόδοξη διδασκαλία για το θέμα της Εκκλησίας και των αγίων Μυστηρίων, το μόνο και το μοναδικό μυστήριο είναι η ίδια η Εκκλησία, το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ούτως ώστε αυτή να είναι και η μόνη πηγή και το περιεχόμενο όλων των θείων Μυστηρίων. Έξω από αυτό το θεανθρώπινο και παμπεριεκτικό Μυστήριο της Εκκλησίας, το Παν-μυστήριο, δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρχουν «μυστήρια»΄ επομένως, και ουδεμία «δια-κοινωνία» (inter-communio) υπάρχει στα Μυστήρια. Ως εκ τούτου μόνο μέσα στην Εκκλησία, στο μοναδικό τούτο Παμμυστήριο του Χριστού, μπορεί να γίνει λόγος για τα Μυστήρια. Γιατί η Εκκλησία η Ορθόδοξη, καθώς είναι το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριο των Μυστηρίων και όχι το αντίθετο. Τα Μυστήρια δεν μπορούν να αναβιβάζονται πάνω από την Εκκλησία, ούτε να θεωρούνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.

Ένεκα τούτου, σύμφωνα με το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και σύμφωνα με ολόκληρη την Ορθόδοξη Παράδοση, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξη άλλων μυστηρίων έξω απ’ αυτήν, ούτε τα θεωρεί ως μυστήρια, μέχρις ότου προσέλθει κάποιος με μετάνοια από την αιρετική «εκκλησία», δηλαδή ψευδοεκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Μέχρι τότε που μένει κάποιος έξω από την Εκκλησία, χωρίς να έχει ενωθεί μαζί της δια της μετανοίας, μέχρι τότε αυτός είναι για την Εκκλησία αιρετικός και αναπόφευκτα βρίσκεται έξω από τη σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τίς δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β’ Κορ. 6, 14).

Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσία που έλαβε από τον Θεάνθρωπο, δίνει εντολή: «Αιρετικόν ανθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνο δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον» αλλά δίνει σ’ αυτόν και τον ίδιο τον Κύριο την θεία Ευχαριστία, αυτός βρίσκεται στην αποστολική και θεανθρώπινη αγία πίστη; Επί πλέον ο αγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, Απόστολος της αγάπης, δίνει εντολή: άνθρωπος ο οποίος δεν πιστεύει στη σάρκωση του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελική γι’ Αυτόν διδασκαλία ως Θεανθρώπου «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β’ Ιω. 1, 10).

Ο Κανόνας ΜΕ’ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω΄ ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου). Η εντολή αυτή είναι σαφής, ακόμη και για τη συνείδηση του κουνουπιού. Δεν είναι έτσι;

Ο Κανόνας ΞΔ’ των αγίων Αποστόλων διατάζει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατο και για την πλέον πρωτόγονη συνείδηση.

Ο Κανόνας Μς’ των αγίων Αποστόλων:«Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τίς γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και για τους αόμματους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε στους αιρετικούς κανένα άγιο Μυστήριο και ότι αυτά πρέπει να τα θεωρούμε ως άκυρα και χωρίς θεία Χάρη.

Ο θεόπνευστος φορέας της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται από την καρδιά όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρώπινη αλήθεια: «Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι τύπος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλά το ίδιο το Σώμα του Κυρίου θεωμένο… Δια μέσου αυτού καθοριζόμενοι ενωνόμαστε με το Σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε Σώμα Χριστού (=η Εκκλησία)… Και ονομάζεται μετάληψη΄ γιατί δια μέσου αυτής μεταλαμβάνουμε την Θεότητα του Ιησού. Κοινωνία δε ονομάζεται και είναι αληθινά, επειδή δια μέσου αυτής κοινωνούμε με τον Χριστό και μετέχουμε τη σάρκα Του και τη Θεότητά Του. Δια μέσου αυτής κοινωνούμε και ενωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί επειδή μεταλαμβάνουμε από έναν άρτο, όλοι είμαστε ένα Σώμα Χριστού και ένα Αίμα, και γινόμαστε μέλη ο ένας του άλλου, αποτελώντας ένα σώμα (σύσσωμοι) του Χριστού.

Γι’ αυτό λοιπόν, ας φυλαχτούμε με κάθε τρόπο να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να τους δίνουμε. Μη δίνετε τα άγια στους σκύλους, λέγει ο Κύριος, ούτε να ρίχνετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους (Ματθ. 7, 6), για να μη γίνουμε συμμέτοχοι στην (αιρετική) κακοδοξία και συνεπώς και στην καταδίκη τους. Γιατί εάν βέβαια η θεία μετάληψη είναι ένωση με τον Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με τη θέληση μας και με όλους που μεταλαμβάνουν μαζί μας. Γιατί αυτή η ένωση γίνεται με τη θέλησή μας και όχι χωρίς τη γνώμη μας. Γιατί όλοι ένα σώμα είμαστε, επειδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όπως λέγει ο θείος Απόστολος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδ. Ορθ. πίστεως 4,13, PG 94, c. 1149. 1152.1153. Πρεβ. Α΄ Κορ. 10, 17).

Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών (άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης) αναγγέλλει σ’ όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το να κοινωνεί κανείς από αιρετικό ή ολοφάνερα διαβεβλημένο ως προς τον βίο του, τον αποξενώνει από τον Θεό και τον εξοικειώνει με τον διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668C). Σύμφωνα με τον ίδιο ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι’ αυτό, «Όπως λοιπόν o θείος άρτος, όταν μετέχουν σ’ αυτόν οι Ορθόδοξοι, όλους όσους μετέχουν τους κάνει να αποτελούν ένα σώμα’ έτσι ακριβώς και o αιρετικός (άρτος), καθιστώντας μεταξύ τους κοινωνούς αυτούς που μετέχουν απ’ αυτόν, τους εμφανίζει ένα σώμα αντίθετο στον Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480CD).

Επί πλέον «Η κοινωνία που δίνεται από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά φαρμάκι (=δηλητήριο), που δεν βλάπτει το σώμα αλλά που μαυρίζει και σκοτίζει την ψυχή».

Πηγή: (Από το βιβλίο «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, 1974, σελ. 224-233) Ορθόδοξος άμβωνας, Θεογνωσία



ΠΗΓΗ