ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ.
Του π. Νικηφόρου Νάσσου
Στην Πατερική μας Γραμματεία διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής εγκωμιαστικά λόγια,προς την Μητέρα του πάντων Δεσπότου, την Θεοτόκο Μαρία:
«Θεοτόκος γαρ υπάρχεις, η τον Λόγον εκ σού σαρκωθέντα τεκούσα· Θεοτόκος υπάρχεις, η τον Θεόν Λόγον εν μορφή δούλου κυήσασα· Θεοτόκος υπάρχεις, ότι Θεόν Λόγον δεξαμένη σαρκωθέντα έτεκες· Θεοτόκος υπάρχεις, η μόνη του μόνου Μονογενή Υιόν του Θεού γεννήσασα· ου πρόσκαιρον Θεόν γεννήσασα, αλλ ̓ αιώνιον, τον προ σού και πάντων Θεόν,εκ σού σαρκωθέντα»1 .
Η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ως «η αγίων αγιωτέρα, και ιερών ιερωτέρα, και οσίων οσιωτέρα»2 . Και όντως είναι έτσι,όπως πιστεύουμε όλοι οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι προστρέχουμε ορμεμφύτως προς αυτήν,δοξολογητικώς και ικετευτικώς. Αυτή η ευλογημένη ύπαρξη, με την επί γης παρουσία της,
μετέτρεψε τη γη σε ουρανό, όπως ψάλλουμε στην υμνολογία, άδειασε τον Άδη από τους δεσμώτες, κατέστησε τους ανθρώπους πολίτες του ουρανού, συνένωσε τους επί γης με τους Αγγέλους, συνέβαλε ενεργητικά στη σωτηρία παντός του κόσμου, διά της Ενανθρωπήσεως– εξ αυτής – του Λόγου του Θεού. Αυτήν επέλεξε ο Θεός, ως «προεκλελεγμένην προ πασών των γενεών», ως πάγκαλο όντως και καθαρώτατον σκεύος εκλογής, προκειμένου να λάβει το κατά σάρκα, ανακτώντας «την πριν πεσούσαν εικόνα του Αδάμ» και πραγματοποιώντας την σωτηρία και θεώση του «βροτείου φυράματος».
Προσφυώς, ο εκ των σπουδαίων θεοτοκόφιλων Πατέρων και μεγάλων Θεολόγων, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (+1349) αποκαλεί την Υπεραγία Θεοτόκο «μεθόριον μεταξύ κτιστής
και ακτίστου φύσεως»3 ! Προσφυώς επίσης, ο κορυφαίος των Κολλυβάδων και Διδάσκαλος της Εκκλησίας και του Γένους, Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (+1809), απευθυνόμενος με άπειρη ευλάβεια και μέθεξη ψυχής προς αυτήν γράφει τα ακόλουθα: «Ηράσθη του κάλλους
σου Χριστός Πανάμωμε, και την μήτραν σου κατώκησεν, όπως παθών εξ αμορφίας, το γένος των ανθρώπων λυτρώσηται, και κάλλος το αρχαίον δωρήσηται»4 . Ο δε Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θα εκφραστε ανθρωποπρεπώς και θα πεί ότι έψαξε ο Θεός όλο τον
κόσμο και δεν βρήκε άλλη τόσο κατάλληλη και καθαρωτάτη γυναίκα ωσάν την Μαρία, για να την καταστήσει Μητέρα Του. «Ψηλαφήσας ο Ύψιστος όλον τον κόσμον και μη ευρών ομοίαν σου μητέρα...εκ σού της ηγιασμένης άνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γενήσσεται»5 . Και αυτό διότι, η Παναγία «τη καθαρότητι θέλγει Θεόν εν αυτή οικήσαι»6 .
Οι Ορθόδοξοι τιμούμε την υπερευλογημένη Μητέρα του Κυρίου μας, «δι ̓ ης το εκπεσόν πλάσμα εις ουρανούς αναλαμβάνεται»7 , αλλά οφείλουμε να γνωρίζουμε πως την τιμούμε,γιατί την τιμούμε και ποια είναι η περί την Θεοτόκο Δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μέσα από Συνόδους Οικουμενικές.
Η τιμή της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς την Υπεραγία Θεοτόκο είναι πολύ μεγάλη, αλλ ̓ όμως δεν είναι απόλυτη. Είναι τιμή σχετική εν αναφορά προς την λατρεία του Τριαδικού Θεού.Αυτό άλλωστε μας συνιστούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. «Πέρα του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους, αλλά τιμάν τον αυτών Δεσπότην», θα γράψει ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου
8 . Θα δούμε στη συνέχεια την πλάνη της απόλυτης τιμής της Θεοτόκου από πλευράς των παπικών με την επινοημένη θεωρία της Ασπίλου συλλήψεως.
ΑΣΠΙΛΗ ΣΥΛΛΗΨΗ
Στη Δύση, όπου υπάρχει το στοιχείο της η υπερβολής (ενώ, αντίθετα, στον Προτεσταντισμό υπάρχει η μείωση) τιμάται η Παναγία με μια απόλυτη τιμή, σύμφωνα με τα εξαγγελόμενα
δόγματα των παπικών, εκ των οποίων πρώτο είναι η «άσπιλη σύλληψη» της Θεοτόκου 9 . Η θεωρία αυτή έγινε δόγμα – όρος προς σωτηρίαν – στη Δύση το 1854. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, η Θεοτόκος Μαρία, από της πρώτης στιγμής της συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά από κάθε σπίλο της προπατορικής αμαρτίας. Καταρχήν, είναι απαραίτητο, πριν κάνουμε λόγο για το δόγμα αυτό των παπικών, να διευκρινήσουμε ότι υπάρχει διαφορά αντιλήψεως με τους δυτικούς ως προς το τι κληρονόμισε η ανθρωπότητα από τους γενάρχες μας, μετά την λεγομένη προπατορική αμαρτία, ή Πτώση όπως είναι ορθότερα να λέγεται.
Οι δυτικοί φρονούν ότι η ανθρωπότητα κληρονόμησε από τους προπάτορες Αδάμ και Εύα την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε και κηρύττουμε ότι
η ανθρωπότητα κληρονομεί τις συνέπειες της Πτώσεως των πρωτοπλάστων, που είναι η φθορά και η θνητότητα που εισόρμησαν μέσα στο γένος των ανθρώπων, καθώς και η ροπή προς την αμαρτία. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, εμείς οι απόγονοι του πρώτου Αδάμ κληρονομούμε όχι την ενοχή, αλλά τις συνέπειες της προπατορικής Πτώσεως. Όλη η ανθρωπότητα υπόκειται σ ̓ αυτές τις συνέπειες, όπως γράφει ο Απόστολος των εθνών
Παύλος 10. Υπάρχει, μεταξύ άλλων, ένα καταπληκτικό κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, το οποίο δείχνει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα της φθοράς που υπέστη
η φύση μας ένεκα της Πτώσεως, αφού πρώτα εφθάρη η προαίρεση των προπατόρων,και χάθηκε απ ̓ αυτούς η κατάσταση της απαθείας. Ο Αγιος ομιλεί για δύο αμαρτίες, την διαβεβλημένη και την αδιάβλητη, που ήρθε ως απόρροια/συνέπεια της διαβεβλημένης. Η φθορά/έκπτωση της προαιρέσεως, έφερε την φθορά της φύσεως («μεταποίησις»), καθώς εισήλθε η θνητότητα στο ανθρώπινο γένος. «Φθαρείσα πρότερον του κατά φύσιν λόγου Αδάμ η προαίρεσις,την φύσιν εαυτή συνέφθειρε, αποθεμένη της απαθείας την χάριν και γέγονεν αμαρτία· πρώτη μεν και ευδιάβλητος, η προς την κακίαν από του αγαθού της προαιρέσεως έκπτωσις· Δευτέρα δε, διά την πρώτην, η της φύσεως εξ αφθαρσίας εις φθοράν αδιάβλητος μεταποίησις11» .
Επομένως, και η Μητέρα του Κυρίου δεν εξαιρείται από την κοινή μοίρα της ανθρωπότητος,αφού και αυτή γεννήθηκε με τρόπο φυσικό, και τούτο διότι οι συνέπειες της αμαρτία των
προπατόρων μεταδίδονται διά της φυσικής γεννήσεως στους ανθρώπους. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος εγεννήθη με τρόπον υπερφυσικόν, και ως
αναμάρτητος δεν είχε, φυσικά, ανάγκη λυτρώσεως. Και θα συμπληρώσει ο άγιος Μάξιμος στο ανωτέρω κείμενο ότι, «ταύτην ούν, την διάλληλον φθοράν τε και αλλοίωσιν της φύσεως ο Κύριος ημών τε και Θεός διορθούμενος, ολόκληρον την φύσιν λαβών, είχε και αυτός εν τη
ληφθείσει φύσει το παθητόν, τη κατά προαίρεσιν αφθαρσία κοσμούμενον» 12 .
Η Θεοτόκος, τώρα, σύμφωνα με την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας,εγεύθη πρώτη την απαλλαγή της από την προπατορική και από κάθε άλλη προσωπική
αμαρτία από τη στιγμή όπου συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό και εσώθη από την Χάριν του Θεού, η οποία Χάρις της έδωσε δύναμη δεκτική της θεότητος, όπως λέγουν οι Πατέρες, και γεννητική του Λόγου. Ο μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ακριβώς ότι «μετά ούν την συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου, Πνεύμα Άγιον επήλθεν επ ̓ αυτήν κατά τον του Κυρίου λόγον, ον είπεν ο άγγελος, καθαίρον αυτήν, και δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου θεότητος παρέχον, άμα δε και γεννητικήν» 13 . Μόνο το θείο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού έχει απόλυτη
αναμαρτησία. Η Παναγία Μητέρα του έχει σχετική αναμαρτησία, αφού και η Θεοτόκος Μαρία εσώθη με τη Χάρη του Θεού από την στιγμή της συλλήψεως του Κυρίου μέσα της.Αντίθετα, η δυτική θεολογία τοποθετεί την σωτηρία της Θεοτόκου στην δική της γέννηση και αρχή και όχι στην σύλληψη του Λυτρωτού Χριστού. Διδάσκουν μάλιστα οι παπικοί ότι η αναμαρτησία της Θεοτόκου δεν είναι φυσική, αλλά συνετελέσθη υπό του Θεού. Πότε όμως συνετελέσθη η λύτρωση και σωτηρία της Παναγίας; Πως εσώθη, ενώ δεν είχε αρχίσει το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας, αφού δεν είχε ακόμη σαρκωθεί ο Λόγος του Θεού; Μέχρι την ώρα του Ευαγγελισμού, η «προεκλελεγμένη» και υπερευλογημένη Μαρία βρίσκεται στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως όλοι οι Δίκαιοι της περιόδου αυτής. Στον κόσμο της Καινής Διαθήκης ανήκει από τη στιγμή του Ευαγγελισμού, όπου σαρκούται εντός της ο Λόγος με το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» που είπε, αποκρινομένη στον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, ότι αυτό θα έλεγε οπωσδήποτε η Παναγία,διότι είχε φθάσει ήδη στη θέωση ενδιαιτωμένη μέσα στα Άγια των Αγίων, και ως εκ τούτου
είχε φυσικό θέλημα και όχι γνωμικό, ώστε να υπάρχει δυναντότητα αρνήσεως της κλήσεώς της, καθώς ισχυρίζονται κάποιοι λανθασμένα σήμερα. Πριν, λοιπόν, την ενανθρώπιση του Λόγου πως θα εσώζετο η Θεοτόκος, αφού ως πρόσωπο που θα συνεργούσε στο εν Χριστώ μυστήριον της σωτηρίας είχε μεν αιδίως προορισθεί, αλλά το μυστήριο δεν είχε ακόμη εν χρόνω πραγματοποιηθεί;
Η δυτική θεολογία, με τη θεωρία περί αφέσεως αμαρτίας και σωτηρίας της Θεοτόκου προ της ελέυσεως του «εξ αυτής τεχθέντος» Κυρίου Ιησού Χριστού, αποξενώνει την Θεοτόκο από την στενή σχέση με τον Σωτήρα Υιό της και υποτιμά το απολυτρωτικό,σωτηρώδες έργο του Ενανθρωπήσαντος Χριστού. Γενικά, η δυτική θεολογία, με την λεγομένη «μαριολογική θεολογία» και την αυτοτελή «Μαριολογία» και «Μαριολατρεία»που αναπτύχθηκε στο χώρο εκείνο, υπερτίμησε αυτόνομα την Θεοτόκο και την απέσπασε
από τον Κύριο, δηλαδή απέκοψε την Μητέρα από τον Υιό της! Ο παπισμός θεωρεί την Παναγία μεμονωμένα, αποσπασματικά και ανεξάρτητα από τη σχέση της με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου, υποβιβάζοντας το απολυτρωτικόν έργον της του κόσμου σωτηρίας. Αυτό σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Θεολογία, κατά την οποία τιμάται η Υπεραγία Θεοτόκος εν αναφορά προς το Χριστολογικό δόγμα και την Εναθρώπιση του Λόγου, στην οποία συνήργησε ως «υπουργός του τόκου» (άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας) με την κατά μέθεξιν Θεού Αγιότητά της και την θετική απάντηση προς την κλήση της. Πρέπει, λοιπόν,να είναι σε όλους γνωστό ότι όλο το μυστήριο της Υπεραγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στο μυστήριο του Χριστού και με αυτό εξηγείται. Η Θεοτόκος συνδέεται φυσικώς με τον Ιησού Χριστό, ως Μητέρα του και δογματικώς για την Εκκλησία και την ορθόδοξη σωτηριολογία.Δεν είναι θεά η Υπεραγία Θεοτόκος! Είναι «η πρώτη θεωθείσα ανθρωπίνη υπόστασις
παραλλήλως της ενσαρκωνθείσης θείας υποστάσεως του Χριστού»14 , η πρώτη από το ανθρωπινο γένος που κοινώνησε με τον ένσαρκο Λόγο 15, αλλά δεν είναι θεά. «Μόνον μη ποιείτω την Παρθένον θεάν», διακηρύττει ο υπέρμαχος της Θεοτόκου άγιος Κύριλλος 16.Η Θεοτόκος Μαρία, σε καμία περίπτωση δεν τοποθετείται στο επίπεδο του ακτίστου Θεού.Ναί, μεν, έφθασε στην κατά Χάριν θέωση μέσα στα Άγια των Αγίων, βιώνοντας τον Ορθόδοξο Ησυχασμό και γενομένη θεωρητική διδάσκαλος αυτού, όπως γράφει στις περίφημες Ομιλίες του στα Εισόδεια της Θεοτόκου ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αλλ ̓ όμως δεν είναι θεά/ισόθεος, όπως φρονούν οι παπικοί. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στον όρο «Θεοτόκος»,ο οποίος εισάγει άμεσα στην καρδιά του χριστολογικού δόγματος και θα πούμε, κάπως συνοπτικώς, τα ακόλουθα.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Όλοι γνωρίζουμε ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος, όπως κήρυττε ο αιρεσιάρχης Νεστόριος. Στον όρο «Θεοτόκος» συμπεριλαμβάνεται το πραγματικόν της Θείας Ενανθρωπήσεως του Λόγου, της κατά σάρκα γεννήσεως του Θεού από την Παρθένο και της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λόγου. Ο όρος
«Θεοτόκος» συνοψίζει άριστα την ενότητα του προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού.Το όνομα «Θεοτόκος», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, «άπαν το μυστήριον της
οικονομίας (Ενανθρωπήσεως) συνήστησι» 17 . Βεβαίως, τον όρο «Θεοτόκος» συναντούμε πριν την Γ ́ Οικουμενική Σύνοοδο, σε έργα θεολόγων και εκκλησαστικών συγγραφέων, όπως λ.χ. του Ωριγένη τον Γ ́ αιώνα, όπως και του μαθητού του Γρηγορίου του Θαυματουργού. Ο Ωριγένης γράφει: «Την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεί. Ούτω και επί του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη»18 . Και ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός σημειώνει: «Θεοτόκον γαρ ποιήσας με πάλιν παρθένον διεφύλαξεν και διά της εμής γαστρός πασών γενεών ανακεφαλαιούται το πλήρωμα» 19 .
Στη συνέχεια, ο όρος «Θεοτόκος» εμφανίζεται τον 4ο αιώνα και συγκεκριμένα σε κείμενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, του
Μ. Αθανασίου, των Καππαδοκών Πατέρων κ.α. Να σημειωθεί ότι και από αιρετικούς χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Θεοτόκος», όπως λ.χ. από τον Άρειο και τον Απολινάριο, αλλά η ορθόδοξη χρήση του όρου βρίσκεται στους Καππαδόκες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο,Γρηγόριο Νύσσης. Ιδιαίτερο λόγο, όμως, περί του όρου «Θεοτόκος» και την θεολογική σημασία και σπουδαιότητα που ενέχει, κάνει εκείνος ο Πατήρ ο οποίος κατεξοχήν ηγωνίσθη για την επικράτηση του όρου αυτού στην Εκκλησία και είναι ο πρόεδρος της Γ ́ Οικουμενικής Συνόδου (431 μ.Χ.), άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, η «σφραγίς του Πνεύματος», όπως έχει αποκληθεί 20. Το 428 μ.Χ. ξέσπασε το λεγόμενο «οικουμενικόν σκάνδαλον» με την άρνηση του όρου «Θεοτόκος» από τον Νεστόριο, και τότε ο μεγάλος Πατήρ και Διδάσκαλος, Κύριλλος, απεδύθη σε αγώνες θεολογικούς, αφού κατέδειξε θεολογικά και την ενότητα των δύο ασυγχύτων φύσεων και το ενιαίο πρόσωπο του Χριστού 21 . Η Παναγία γέννησε Θεόν και όχι «ψιλόν» (=σκέτον) άνθρωπον. Γι ̓ αυτό ονομάζεται Θεοτόκος και όχι Χριστοτόκος, όπως την αποκαλούσε ο Νεστόριος. Βεβαίως, ο
όρος «Χριστοτόκος» χρησιμοποιήθηκε και από Πατέρες και από τον άγιο Κύριλλο, αλλά με ορθόδοξη ερμηνεία, ότι δηλαδή η Θεοτόκος γέννησε τον Ιησού Χριστό. Η Εκκλησία όμως,τελικά καθιέρωσε τον όρο «Θεοτόκος», για να αντιπαρατεθεί στη Νεστοριανή κακοδοξία,που ουσιαστικά κατέλυε το χριστολογικό μυστήριο.
ΠΑΡΘΕΝΟΣ, ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Η Θεοτόκος λέγεται και είναι Παρθένος και Αειπάρθενος. Και αυτό είναι δόγμα της Εκκλησίας μας, περί την Θεοτόκο, η οποία είναι «προ τόκου Παρθένος, εν τόκω Παρθένος και μετά τόκον Παρθένος», όπως διδάσκει η ορθόδοξη Θεολογία και όπως ακούμε στην Υμνογραφία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι ο Υιός της Παρθένου, ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός, «ώσπερ συλληφθείς παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησε, ούτω και τεχθείς,την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι ̓ αυτής, και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν»22 . Ορθά και επακριβώς διατυπώνει το δόγμα της αειπαρθενίας της Θεοτόκου ο
καθηγητής Ιω. Καρμίρης, υπογραμμίζοντας τις τρεις προθέσεις «προ», «εν» και μετά», οι οποίες δηλώνουν το μυστήριο της αειπαρθενίας της Παναγίας μας. «Η Θεοτόκος είναι αειπάρθενος και αείπαις, τ.ε. παρθένος προ, εν και μετά τόκον αφθόρως και αφράστως και ανερμηνεύτως τον Χριστόν γεννήσασα»23 . Ναί, είναι όντως θαύμα, είναι υπέρλογο, είναι μυστήριο και δεν ερμηνεύεται με την ανθρώπινη λογική!
Υπάρχει στην Υμνογραφία ένα θεολογικώτατο μελώδημα, λεγόμενο «Κάθισμα», ποίημα Ιωάννου του Δαμασκηνού, το οποίο παρουσιάζει αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα της
Παρθενίας και Αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης διηγείται ότι του συνιστούσε ένας πνευματικός του διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Ιβηρίτης, να μην λησμονεί ποτέ να λέγει αυτό το «Δεκαπάρθενον άσμα», προκειμένου να ευχαριστήσει
την Υπεραγία Θεοτόκο, και να λαμβάνει την αρωγή και μεσιτεία της. «Παρθένος αληθώς, προ του τόκου Παρθένε, Παρθένος αληθώς εν τω τόκω Παρθένε, Παρθένος αειπάρθενος, μετά τόκον διέμεινας, και Παρθένον σε
ομολογούμεν Παρθένε, και ελπίζομεν εν σοι Παρθένε σωθήναι, Παρθένων το καύχημα» 24.
«ΠΡΟΕΚΛΕΛΕΓΜΕΝΗ». ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΘΕΟΥ
Αναφορικά με την εκλογή «προ πασών των γενεών» της Θεοτόκου Μαρίας και το ζήτημα του προορισμού, το οποίο τίθεται, θα πρέπει να εξετάσουμε πως ερμηνεύεται αυτός ο
προορισμός και η εκλογή της Θεοτόκου από μέρους του Θεού, πως, έπειτα, νοείται ο προορισμός όλων των ανθρώπων στη σωτηρία ή την απώλεια. Άράγε ο Θεός εκλέγει επιλεκτικά, και άλλους εκ των ανθρώπων προορίζει να σωθούν και να μετάσχουν των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών Του στη Βασιλεία Του και άλλους προορίζει για την απώλεια και την αιώνια Κόλαση; Κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ο Δικαιότατος Θεός;
Το ζήτημα αυτό είναι βαθύ και θεολογικό. Ο Απόστολος Παύλος σε μία επιστολή του λέει ότι ο Θεός, «ούς προέγνω και προώρησε...ούς δε προώρησε,τούτους και εκάλεσε∙ ούς εκάλεσε τούτους και εδικαίωσεν∙ ούς δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε»25. Οι προωρισθέντες και κληθέντες υπό του Θεού, κατά το ανωτέρω χωρίο, είναι «κατά πρόθεσιν κλητοί», είναι δηλαδή κλητοί και προορισμένοι λόγω της δικής τους προαιρέσεως την οποία γνωρίζει ο παντέφορος Οφθαλμός! Ο προορισμός στηρίζεται πάντοτε στην πρόγνωση του Θεού, χωρίς να καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου. Ο Θεός προορίζει, επειδή προγνωρίζει. Οι άνθρωποι «προωρίσμεθα κατά πρόγνωσιν» 26.
Γι ̓ αυτό και τονίζει ένας ερμηνευτής, ο Θεοδώρητος, όπως και άλλοι πολλοί, ότι ο Θεός «ουχ απλώς προώρισεν, αλλά προγνούς προώρισεν». Και αυτό σημαίνει ότι «προγινώσκει τους αξίους της κλήσεως, είθ ̓ ούτως προορίζει», όπως λέγει άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, διότι «προτέρα η πρόγνωσις, είτα ο προορισμός». Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θα τονίσει ότι ο Κύριός μας «τους διαφόρους περί ημάς της Προνοίας τρόπους τοις ημίν εγνωσμένοις πάθεσι διαπλάττει»27. Υπάρχει στην Πατρολογία ένας ωραίος διάλογος,σχετικά με την πρόγνωση, τον προορισμο και το ανθρώπινο αυτεξούσιο. Κάποτε, ρώτησε τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ένας επίσκοπος, ονόματι Θεοδόσιος: πως είσαι πάτερ;Και ο Άγιος απάντησε, «όπως πρόρισε ο Θεός προ πάντων των αιώνων την πρόνοιά του για
μένα, έτσι είμαι». Ο επίσκοπος απόρησε: «τι, λοιπόν, για τον καθένα από μας έχει προορίσει ο Θεός πριν από τους αιώνες»; Και ο σοφώτατος θεολόγος απάντησε: «σύμφωνα με όσα προγνωρίζει ο Θεός, έχει προορίσει». Πάλι ερωτά απορούμενος ο Θεοδόσιος: «Και τι είναι το <προγνώρισε και προόρισε>»; Και ο Ομολογητής
Πατήρ ενημερώνει: Η πρόγνωση έχει να κάνει με το αυτεξούσιό μας, βάσει του οποίου εκδηλώνονται οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και τα έργα μας. Ο προορισμός έχει να κάνει με αυτά που μας συμβαίνουν στη ζωή αυτή και τα οποία δεν εξαρτώνται από μας. Ο θεοφόρος Μάξιμος, λοιπόν, εδώ ομιλεί για τα «εφ ̓ ημίν» και για τα «ουκ εφ ̓ ημίν», δηλαδή για όσα εξαρτώνται από μας, από τη δική μας προαίρεση, και για όσα δεν εξαρτώνται από μας. «Η πρόγνωσις, των εφ ̓ ημίν εννοιών και λόγων έργων εστίν· ο προορισμός δε, των ουκ εφ ̓ ημίν συμβαινόντων εστί» 28.
Αργότερα, τον όγδοο αιώνα ο πατήρ της Δογματικής της Εκκλησίας, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θα γράψει ότι ο Θεός «πάντα μεν προγινώσκει, ου πάντα δε προορίζει∙
προγινώσκει γαρ και τα εφ ̓ ημίν, ου προορίζει δε αυτά»29. Γνωρίζει ο Θεός αυτά τα οποία θα διαπράξουμε κατά τη χρήση του αυτεξουσίου μας, αλλά δεν τα εμποδίζει. Δεν θέλει να γίνεται η αμαρτία, αλλά και δεν εξαναγκάζει την αρετή. «Ου γαρ θέλει την κακίαν γενέσθαι,ουδέ βιάζεται την αρετήν»30.
Ο προορισμός, λοιπόν, δεν νοείται χωρίς τη λειτουργία του αυτεξουσίου του ανθρώπου, το οποίο έλαβε από τον Θεό ευθύς αμέσως από της δημιουργίας του. Πάντοτε ο προορισμός συνδέεται με το αυτεξούσιο, το οποίο ποτέ δεν παραβιάζει ο Δημιουργός! Ο Ιούδας λ.χ. με τη θέλησή του έγινε προδότης του Χριστού, λόγω κακής χρήσεως του αυτεξουσίου του,λόγω της κακής του προαιρέσως∙ δεν αναγκάστηκε από κάποιον, ούτε τον προόρισε ο Θεός
για την απώλεια, αλλά βεβαίως το προγνώριζε ο Θεός. «Ουκ επεί προώρισται παρέδωκεν,αλλ ̓ επεί παρέδωκε προώρισται», σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος. Η πρόγνωση του Θεού,δεν είναι προσδιοριστική της πορείας του ανθρώπου και της εξέλιξής του, ούτε βουλητικά δεσμευτική, όπως δεν είναι προσδιοριστική και δεσμευτική η πρόγνωση του γιατρού για την καλή ή άσχημη εξέλιξη της καταστάσεως του ασθενούς.
Ο καθηγητής Α. Θεοδώρου, συσχετίζοντας τον προορισμό προς το θέμα της συνεργίας της χάριτος με την ανθρώπινη ελευθερία, δίνει μία πολύ καλή θεολογική ερμηνεία και διασάφηση, την οποία παραθέτουμε: «Η ορθόδοξος θεολογία εξήρεν ανέκαθε την σχετικήν του ανθρώπου ελευθερίαν, σύμμορφον ούσαν προς τας ανθρωπολογικάς αυτής αρχάς, και τον επί της διδασκαλίας ταύτης ερειδόμενον σχετικόν προορισμόν. Καθ ̓ όσον δηλαδή ο Θεός απ ̓ αιώνος προβλέπει την εξέλιξιν του ηθικού βίου των ανθρώπων, εύδηλον, ότι απ ̓αιώνος ώρισε τους μεν εις σωτηρίαν, τους δε εις απώλειαν»31.
Ο καθένας, λοιπόν, προορίζεται, ανάλογα με τη χρήση του αυτεξουσίου του, ή προς σωτηρία,ή προς την απώλεια, χωρίς να επεμβαίνει στη θέλησή του ο Θεός, ο Οποίος απλώς γνωρίζει ως Παντογνώστης και Παντέλειος τα πάντα «προ γεννέσεως αυτών».
Θεολογικά τοποθετεί τα πράγματα περί του προορισμού και ένας αρχαίος Απολογητής της Εκκλησίας μας και μάρτυς, ο Άγιος Ιουστίνος, σε κάποιο πολύ σπουδαίο κείμενό του:
«Μαθόντες από τους προφήτας, διακηρύσσομεν ως αληθές ότι αι τιμωρίαι, αι κολάσεις,αι αγαθαί αμοιβαί αποδίδονται εις έκαστον κατ ̓ αξίαν των πράξεων του, επειδή, αν δεν συμβαίνει τούτο, αλλ ̓ όσα γίνονται κατά την ειμαρμένην, δεν υπάρχει καμμία αυτεξουσιότης εις ημάς διότι εάν είναι προωρισμένον ούτος να είναι αγαθός και εκείνος φαύλος, ούτε ούτος είναι αποδεκτός ούτε εκείνος αξιόμεμπτος. Και πάλιν, εάν το ανθρώπινον γένος δεν έχει δύναμιν να αποφεύγει τα αισχρά και να προτιμά τα καλά με ελευθέραν προαίρεσιν,είναι ανεύθυνον δι ̓ οποιεσδήποτε πράξεις. Αλλ ̓ ότι και επιτυγχάνει και αποτυγχάνει με ελευθέραν προαίρεσιν, το αποδεικνύομεν ούτως. Βλέπομεν τον ίδιον άνθρωπον να επιδιώκει τα εναντία. Εάν δε είναι προωρισμένον να είναι ή φαύλος ή σπουδαίος, δεν θα ήτο ποτέ δεκτικός των εναντίον και δεν θα μετέβαλε γνώμιν συχνάκις, ούτε θα ήσαν άλλοι μεν
σπουδαίοι, άλλοι δε φαύλοι, επειδή θα διεκηρύσσομεν την ειμαρμένην ως αιτίαν φαύλων και ως πράττουσαν τα αντίθετα εις εαυτήν, ή εκείνο το προειρημένον θα εφαίνετο να είναι αληθές, ότι τίποτε δεν είναι αρετή ουδέ κακία, αλλά νομίζονται αγαθά μόνον με την γνώμην, πράγμα το οποίον, όπως δεικνύει ο αληθής λόγος, είναι ασέβεια και αδικία. Αλλά
θεωρούμεν ως απαραβίαστον ειμαρμένην, τας αξίας ανταμοιβάς διά τους εκλέγοντας τα καλά, και τας αξίας τιμωρίας διά τους εκλέγοντας τα αντίθετα. Διότι ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπον, όπως τα άλλα ζώα τα οποία δεν δύνανται να πράξουν τίποτε κατά προαίρεσιν διότι δεν θα ήτο άξιος αμοιβής ή επαίνου, εφ ̓ όσον δεν θα εξέλεγε μόνος του το αγαθόν, αλλ ̓έγινεν αγαθός, ούτε, εάν ήτο κακός, θα εύρισκε δικαίως τιμωρίαν, αφού δεν ήτο αφ ̓ εαυτού τοιούτος, αλλά δεν ηδύνατο να είναι τίποτε άλλο από ότι έγινεν32».
Αυτή την ορθόδοξη περί προορισμού διδασκαλία, τη συναντούμε και μέσα στην υμνολογία της Εκκλησίας μας, όπου φαίνεται ότι ο Θεός προορίζει τους Αγίους στην κατά χάριν θέωση και ομοίωση μαζί Του, σύμφωνα με τη δική τους προαίρεση, την οποία Εκείνος γνωρίζει,όχι απλώς πριν από τη γέννησή τους, αλλά από καταβολής κόσμου. Στον εσπερινό λ.χ. της εορτής του Προφήτου Ιερεμίου (Μηναίο Μαίου, α ́) αναφέρονται τα εξής: «Κύριε, συ προ του
πλασθήναι προέγνως Ιερεμίαν τον ένδοξον, και προ του το τεχθήναι εκ μήτρας, υποφήτην καθηγίασας, ως προειδώς αληθώς, της γνώμης το ελεύθερον». Ανάλογες φράσεις υπάρχουν και στην ακολουθία του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου και σε άλλους Αγίους. Αυτά φρονεί περί του προορισμού η Ορθόδοξη, Ανατολική Εκκλησία του Χριστού.
Αντίθετα, στη Δύση, ισχύει ο λεγόμενος «απόλυτος προορισμός», που δογματοποιήθηκε ως διδασκαλία και εκφράστηκε από τους Παπικούς θεολόγους (Θωμά Ακινάτη κ.α.) και από τους Προτεστάντες Λούθηρο και Καλβίνο. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάποιοι εκ ταών ανθρώπων είναι προορισμένοι για την αιώνια ζωή και κάποιοι άλλοι για την απώλεια, κατά την κρίση του Θεού, ανεξάρτητα από τη δική τους αξία ή απαξία. Ο απόλυτος προορισμός,δέχεται πως η ανθρώπινη ελευθερία είναι προορισμένη να επιτελέσει το αγαθό και όπως ο σκηνοθέτης ρυθμίζει την πορεία ενός έργου και την εκτελούν ελεύθερα τα πρόσωπα που μετέχουν σ ̓ αυτό, έτσι και ο Θεός, αφού προόρισε τους μεν για τη σωτηρία και τους δε για την απώλεια, έβαλε στην ιστορία, στο θέατρο της δόξης του Θεού, τον καθένα να παίξει το ρόλο του. Απουσιάζει βεβαίως η άσκηση κατά των πειρασμών, ο δε Διάβολος θεωρείται τιμωρό όργανο του Θεού, αφού ο άνθρωπος προσέβαλε τη δικαιική τάξη του Θεού. Με την θεωρία του Ανσέλμου «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης», ο απόλυτος προορισμός των δυτικών βρήκε την πιο καλή βάση και τεκμηρίωση. Με την ικανοποίηση
δηλαδή έληξε το δράμα της σωτηρίας. Όλη η υπόθεση τακτοποιήθηκε από το άπειρο θύμα που «πλήρωσε» τον Θεό Πατέρα και εντεύθεν οι άνθρωποι κατά προορισμό μπορούν να μετέχουν στη Βασιλεία του Θεού. Όπως κατανοούμε, αυτά είναι πλάνες και κακοδοξίες τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει διαρρήδην.
Η Θεοτόκος, λοιπόν, υπήρξε προορισμένη κατά την δική της προαίρεση. Και επετέλεσε το μεγάλο έργο για το οποίο επροορίσθη. Έγινε Μήτηρ του πάντων Θεού φυσική και Μητέρα πνευματική πάντων των Χριστιανών.
Δικαίως, λοιπόν, όλοι οι Ορθόδοξοι την τιμούμε. Δικαίως «ομολογούμε την χάριν,κηρύσσομεν την ευεργεσίαν» και με υιική αγάπη απευθυνόμαστε προς αυτήν, γνωρίζοντας
ότι η στάση μας και ο βαθμός αγάπης, τιμής και ευχαριστίας προς την Παναγία, δίδουν το μέτρο της Ορθοδοξίας και πνευματικότητός μας.
Θα κλείσουμε με τα λόγια του βαθυνούστατου θεοτοκόφιλου Πατρός, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου προς την Υπεραγία Θεοτόκο: «Εσένα Θεοτόκε οι των θείων Γραφών έμπειροι,
αποκαλούσιν ακροστιχίδα πάντων των Προφητών· πίνακα των δύο διαθηκών· υπόθεσιν των Αποστόλων· ύλην των Πατέρων και Διδασκάλων· στερέωμα των Μαρτύρων· παρηγορίαν των Οσίων· της νοεράς Προσευχής διδάσκαλον, της ταπεινώσεως εισηγήτριαν, της αγάπης της διπλής παράδειγμα έμψυχον, ίνδαλμα παρόμοιον της αρχικής ωραιότητος· θαύμα των Αγγέλων, άγαλμα της φύσεως... Θεού μίμημα, φανέρωσιν των της θείας ακαταληψίας βυθών·
εργαστήριον της ενώσεως συνελθουσών επι Χριστού φύσεων· και διά να ειπώ το τελευταίον και έσχατον, εσένα Θεοτόκε οι θεολόγοι ονομάζουσι Μεθόριον Κτίστου και κτίσεως,τιμιωτέραν ταών Χερουβίμ, ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, θεόν μετά Θεόν, και της αγίας Τριάδος τα δευτερεπια έχουσαν»33 .
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016
1 Ἐγκώμιον εἰς τήν Ἁγίαν Θεοτόκον, Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, MPG. 43, 493 A/B.
2Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β ́, MPG. 96, 729 Α.
3ΕΠΕ, 11, 308.
4Ὄρθρος Ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Κανόνας, Θ ́ Ὠδή.
5 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, MPG. 98, 329 C.
6Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τήν εἴσοδον τῆς Θεοτόκου, MPG. 301 A.
7Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 4, MPG. 77, 992 C.
8Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, Κατά αἱρέσεων, MPG. 42, 737 Α.
9Τό δόγμα περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως ἐξήγγειλε ὁ Πάπας Πῖος ὁ Θ ́ τόν Δεκέμβριο τοῦ 1854, μέ τή Βούλλα «Ineffabilis Deus». Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ θέσις και ἡ σημασία τῆς Θεοτόκου εἰς τήν πίστιν καί εἰς τήν ζωήν, Δογματικά καί ἠθικά Ι, Ἀθῆνα 1983, σελ. 268.
10Ρω. 5, 12 καί ἑξ.
11 MPG. 90, 405 CD.
12 ὅπου π. MPG. 90, 405 CD.
13 Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG. 94, 985 B.
14 Βλ. Λόσκι, Κατ ̓ εἰκόνα καί καθ ̓ ὁμοίωσιν, σελ. 201, Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 52.
15 ὅπου π.
16 Κατά Νεστορίου, MPG. 76, 57 ΑΒ.
17 Ἔκδοσις, 3, 12, MPG. 94, 1029 C.
18MPG. 12, 813 C. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 153.
19 Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Παναγἰας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου τῆς Μαρίας, MPG.
10, 1168 A-1169 C, ὄπου π. Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 153.
20Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀποκαλεῖ τόν Κύριλλο «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Βλ. Π.Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Β ́, σελ. 233.
21 Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ ́, σελ. 470.
22Ἔκδοσις...MPG. 1160 AB.
23Ἰω. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,Αθῆναι 1957, σελ. 50.
24Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας (1885-1973), ἐκδ. Σπηλιώτη, χ.χ., σελ. 43.
25 Ρωμ. 8, 28-30.
26Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, MPG.70, 832 C.
27 ΜPG. 90, 269 D.
28 MPG. 90, 137 B.
29Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 202.
30 ὅπου π.
31Βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Α ́’εκδ. σελ. 85, Β ́εκδ. σελ. 119.
32 Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α ́, 43:1.
33 Πρβλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Ἅγιον
Ὄρος 1988, σελ. 274-275.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.